Το συνεχές της χρήση ουσιών και τα μοντέλα σταδίων της εφηβικής χρήσης
Οι παραπάνω έννοιες της απλής χρήσης, της κατάχρησης/επιβλαβούς χρήσης και της εξάρτησης δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως στατικές καταστάσεις, που περιβάλλονται από στεγανά (Doweiko, 2006). Σύμφωνα με τους McCrady και Εpstein (1995), η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών μπορεί να ειδωθεί ως συνεχές.
Στη μία άκρη του φάσματος υπάρχει η πλήρης αποχή από τη χρήση ουσιών και στην άλλη η εξάρτηση από αυτές, ενώ μεσολαβούν διαφορετικοί βαθμοί εμπλοκής με τη χρήση ουσιών, με διαφορετικές συνέπειες στη ζωή του χρήστη. Η εξέλιξη του φαινομένου έχει διάρκεια και εξαρτάται κάθε φορά από τη «μακροχρόνια δυναμική σχέση που συνδέει το χρήστη, με την ουσία και το περιβάλλον» (Λιάππας, 2003, σελ. 24).
Η κατάχρηση και η εξάρτηση συνιστούν, επομένως, μακροχρόνιες, κλιμακούμενες και εξατομικευμένες διδικασίες (Λιάππας 2003· Πουλόπουλος, 2005). Ειδικά σε ό,τι αφορά την εφηβική χρήση οι Macdonald και Νewton έχουν προτείνει ένα μοντέλο σταδίων που ονομάζεται Εφηβική Εμπειρία Χρήσης Ουσιών (Adolescent Chemical Use Experience-ACUE), βάσει των επιπτώσεων της εξαρτησιογόνου ουσίας στην εσωτερική κατάσταση και τη διάθεση του εφήβου (MacDonald & Newton, 1981).
Το πρώτο στάδιο είναι αυτό του πειραματισμού και αφορά τη συνηθισμένη εφηβική περιέργεια και τάση για δοκιμή. Το δεύτερο είναι το στάδιο της κοινωνικής χρήσης. Ο έφηβος αναζητά τη χρήση. Η χρήση γίνεται μαζί με τους συνομηλίκους, περιστασιακά είναι υπερβολική και οδηγεί σε επεισόδια μέθης, αλλά χωρίς να έχουν εμφανιστεί ακόμη χρόνια προβλήματα. Το τρίτο στάδιο ονομάζεται λειτουργικό. Η ενασχόληση του ατόμου με τη χρήση είναι έντονη και είναι πιθανόν να διαγνωστεί διαταραχή χρήσης ουσιών. Το τελευταίο στάδιο είναι αυτό της εξαρτημένης χρήσης. Ο έφηβος χρησιμοποιεί την ουσία για να νιώσει φυσιολογικά και πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια της κατάχρησης ή της εξάρτησης. Μερικά χρόνια νωρίτερα η Kandel, βασιζόμενη στα αποτελέσματα διαχρονικών μελετών στις ΗΠΑ, είχε προτείνει ένα μοντέλο σταδίων με βάση τις χρησιμοποιούμενες ουσίες (Kandel, 1975). Σύμφωνα με αυτό, οι έφηβοι μυούνται στη χρήση με διαθέσιμα και νόμιμα «ναρκωτικά εισόδου» (gate drugs), όπως η νικοτίνη και το αλκοόλ, και κάνουν χρήση μαριχουάνας πριν προχωρήσουν σε άλλες 15 παράνομες ουσίες. Όπως επισήμαινε πάντως η ίδια η Kandel, τα στάδια (είδος ουσίας, σειρά διαδοχής) είναι πιθανόν να καθορίζονται πολιτισμικά και το μοντέλο να ισχύει παραλλαγμένο σε άλλες χώρες. Το μοντέλο της Kandel επεκτάθηκε στη συνέχεια από τους Swadi (το 1992) και Bukstein (το 1995) (Dodgen & Shea, 2000). Στην τελική, διευρυμένη του εκδοχή περιλαμβάνει 6 διαδοχικά στάδια (Dodgen & Shea, 2000): Χρήση μπύρας και κρασιού
Χρήση νικοτίνης και βαριών αλκοολούχων ποτών Πειραματισμός με μαριχουάνα Κατάχρηση αλκοόλ Χρήση συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών σκευασμάτων Χρήση οπιούχων και άλλων παράνομων ουσιών Όπως παρατηρεί ο Newcomb (1995), σχεδόν όλοι οι έφηβοι πειραματίζονται με τα «ναρκωτικά εισόδου», αλλά πολύ λιγότεροι προχωρούν στα επόμενα βήματα. Τα στάδια αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν υποχρεωτικά αλλά πιθανά, ενώ η είσοδος σε ένα στάδιο δεν οδηγεί απαραίτητα στο επόμενο. Παρόλα αυτά οι πιθανότητες να βρεθεί ο έφηβος σε ένα από τα τελευταία στάδια χωρίς να έχει διανύσει τα προηγούμενα είναι περιορισμένες (Κandel, 1975). Επιπλέον σε κάθε στάδιο τη συμπεριφορά του εφήβου ως προς τη χρήση επηρεάζουν διαφορετικοί παράγοντες (Kandel, 1975).
Το προφίλ του έφηβου προβληματικού χρήστη στην Ελλάδα
Το προφίλ του έφηβου χρήστη που αναζητά θεραπεία στην Ελλάδα σκιαγραφείται στη διαχρονική μελέτη του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) για τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά στη χρήση των εφήβων (μέχρι 20 ετών) που απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά του Κέντρα σε όλη τη χώρα από το 2000 μέχρι και το 2007 (ΚΕΘΕΑ, 2007). Σύμφωνα με τη μελέτη, που αφορούσε 1.914 νέους, με αναλογία φύλου αγοριών κοριτσιών περίπου 4:1, η τυπική πορεία στη χρήση για όλη την υπό εξέταση περίοδο διαγράφεται ως εξής: Οι έφηβοι αρχίζουν τη χρήση στην ηλικία των 14 ετών, στις περισσότερες περιπτώσεις με κάνναβη (ποσοστό μεγαλύτερο του 80%). Κατά μέσο όρο στα 15, ένα χρόνο μετά την πρώτη επαφή τους με τις παράνομες ουσίες, αρχίζουν τη χρήση ηρωίνης, η οποία αποτελεί για τους περισσότερους την κύρια ουσία κατάχρησης, σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 60,1% (2003) και 50,7% (2007).
Δύο χρόνια αργότερα, στα 17 κατά μέσο όρο, προχωρούν στην ενέσιμη χρήση της ηρωίνης. Ύστερα από 2,7 χρόνια κατά μέσο όρο (για όλο το εξεταζόμενο διάστημα) χρήσης της ουσίας αυτής, οι έφηβοι απευθύνονται στις υπηρεσίες θεραπείας.
Ενθαρρυντική είναι η αύξηση από το 2004 του ποσοστού των εφήβων που ανέφερε διάρκεια χρήσης της κύριας ουσίας μικρότερη των 2 ετών (ποσοστό 55%), όπως και η παρατηρούμενη μετακίνηση των εφήβων προς ασφαλέστερους τρόπους χρήσης της ηρωίνης. Η ενέσιμη χρήση μειώθηκε από 62,8% (2002) σε 19 53,9% (2007) και το ποσοστό όσων ανέφεραν κοινή χρήση σύριγγας από 42,9% (2002) σε 36,8% (2007).
Σημαντικό ποσοστό των εφήβων ανέφερε την κάνναβη ως κύρια ουσία κατάχρησης: 35% μέχρι και το 2005, ενώ από το 2006 και μετά αυξήθηκε σε 45% περίπου. Η αναφορά της κοκαΐνης, των αμφεταμινών και άλλων διεγερτικών ως κύριων ουσιών κατάχρησης παρέμεινε για όλο το εξεταζόμενο διάστημα σε ποσοστό μικρότερο του 5%. Την υποχρεωτική εκπαίδευση ανέφερε ότι είχε ολοκληρώσει ένας περίπου στους δύο εφήβους της έρευνας, αναλογία η οποία παρέμεινε σταθερή για όλο το εξεταζόμενο διάστημα. Τις σπουδές τους συνέχιζαν οι δύο στους πέντε εφήβους, ενώ μόλις ένας στους πέντε είχε σταθερή εργασία. Οι οκτώ στους δέκα εφήβους ζούσαν µε τη γονική τους οικογένεια, η οποία αποτέλεσε και την κύρια πηγή παραπομπής σε θεραπεία για τους μισούς περίπου εφήβους της μελέτης. Αύξηση παρατηρήθηκε στο ποσοστό των χρηστών που ανέφερε ότι συγκατοικεί με χρήστες, από 17,1 (2002) σε 20% (2007). Ενώ μέχρι και το 2005 το σύνολο σχεδόν των εφήβων χρηστών που προσέγγιζαν τα Συμβουλευτικά Κέντρα του ΚΕΘΕΑ ήταν Έλληνες, από το 2006 και μετά παρατηρείται αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών. Σημειώνεται πάντως ότι δεδομένα όπως τα παραπάνω, που προέρχονται από κλινικά πλαίσια, δεν μπορεί να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά όλου του πληθυσμού των εφήβων που κάνουν προβληματική χρήση, καθώς δεν περιλαμβάνουν όσους δεν προσέρχονται στις υπηρεσίες είτε για λόγους που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα των ίδιων των υπηρεσιών είτε με το βαθμό κινητοποίησης των εφήβων για θεραπεία (Essau, Stigler & Scheipl, 2002 Mάτσα, 2001). BLOOG ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου