ΚΑΛΟ ΜΑΙΟ . Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ, ΑΡΓΙΑ, ΧΡΟΝΟΣ; ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ...ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΥΜΕ
ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΠΛΑΤΩΝΑ ΜΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΕΝΗ. ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΑΝ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ, ΕΛΕΓΑΝ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΑ.. ΧΑ ΧΑ .
Ο ΜΥΣΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝ ΛΕΕΙ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ Η ΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ, ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΤΟ ΞΑΝΑΘΥΜΟΜΑΣΤΕ
Η πλατωνική αντίληψη περί χρόνου.
Ο κόσμος των ιδεών. Ο Πλάτωνας στον Πολιτικό του επικαλείται τον μύθο του αρχέγονου παραδείσου, δεχόμενος ίσως βαβυλωνιακές επιδράσεις, ενώ στον Τίμαιο συνδέει τις καταστροφές με την σύμπτωση όλων των πλανητών. Πάντως, οποιαδήποτε καταστροφή, έχει ως σκοπό την κάθαρση του ανθρωπίνου γένους.
Ο Πλάτων επινοεί τον κόσμο των ιδεών προκειμένου να σώσει τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων από την διαρκή γένεση και φθορά, ενώ ταυτόχρονα παραδέχεται την αναγκαιότητα ως τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αιτία της αναγκαιότητας αποτελεί η ύλη, που για τον Πλάτωνα υπόκειται σε ένα διαρκές «γίγνεσθαι» και δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει το αληθινό «είναι». Αιώνια είναι μονάχα η ιδέα, σε αντιδιαστολή με το αισθητό που δεν είναι όντως όν. Στόχος του όμως δεν είναι να απαξιώσει τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, αλλά να τον σώσει, σώζοντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο και την ιστορία του με την αναγωγή σε κάτι ανώτερο.
Ο Μύθος της Αιώνιας Επιστροφής, μτφρ. Στρ.Ψάλτος, (Αθήνα 1999), σελ.159. 19
Για τον Πλάτωνα λοιπόν αυτό που υπάρχει καθεαυτό είναι οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν την ύψιστη ύπαρξη. Οι ιδέες αποτελούν τον νοητό κόσμο και τα αισθητά πράγματα αποτελούν τον ορατό, ο οποίος σε τελική ανάλυση αποτελεί ομοίωμα του πρώτου. Η γνώση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εκ των προτέρων γνώση των ιδεών, που δεν υπόκεινται στη φθορά του χρόνου και ο άνθρωπος τις κατέχει ως ανάμνηση. Αυτό σημαίνει ότι ο Πλάτων πιστεύει στην προΰπαρξη της ψυχής που κατέχει την γνώση των ιδεών, αφού η γνώση αυτή δεν δημιουργείται στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, αλλά απλώς αφυπνίζεται.
Με την ένταξη της ψυχής εντός του σώματος, ή αλλιώς με την γέννηση, η γνώση αυτή χάνεται για να επανέρθει αργότερα ακριβώς ως απολεσθείσα μνήμη. Ο Πλάτων πιστεύει σε μία τάξη πραγμάτων εκ των προτέρων προκαθορισμένη.
Επιπλέον ό,τι εντάσσεται στο χωροχρονικό πλαίσιο θεωρεί ότι είναι απλώς εικόνες των ιδεών. Το γίγνεσθαι των αισθητών πραγμάτων υπάρχει στο έργο του λόγου. Η αναγκαιότητα, δηλαδή, επιβάλλει το τέλος των όντων, τον σκοπό της δημιουργίας τους και το λειτουργικό τους ρόλο εντός του κόσμου. Γι’ αυτό θεωρεί τον κόσμο ως προϊόν της αναγκαιότητας, που δεν μπορεί ποτέ να τελειοποιηθεί, καθώς βρίσκεται σε ένα συνεχές γίγνεσθαι
Οι ιδέες εισέρχονται και εξέρχονται στο κόσμο του γίγνεσθαι
Με αυτή τη διαπίστωση ο Πλάτων συνδέει τον χρόνο και το χώρο, συμπλέκοντας το είναι με την ουσία στην διαδικασία πραγμάτωσης μιας ιδέας ως αισθητού πράγματος. Με αυτό τον τρόπο διαχωρίζει σαφώς την αιωνιότητα από τον κόσμο του γίγνεσθαι, τοποθετώντας το αιώνιο έξω από το χρόνο και το χώρο.
Και αυτό γιατί ο Πλάτων θεωρεί πως ο χρόνος γεννήθηκε ταυτόχρονα με τον κόσμο και ότι αποτελεί εικόνα της αιωνιότητας.Γιατί, αν ο χρόνος ήταν αιώνιος, αυτό για τον Πλάτωνα θα σήμαινε ότι και ο κόσμος θα ήταν αιώνιος, αφού η κάθε κίνηση που θα συντελούνταν εντός του θα ήταν και αυτή αιώνια. Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και η τάξη του αισθητού κόσμου μεταφέρεται εκτός τόπου και χρόνου και καθορίζεται από κάτι πέραν του όντος, εντελώς εξωκοσμικό και υπερβατικό όλων αυτών που γίνονται αντιληπτά ως κόσμος. Η συμπαντική αρμονία εξασφαλίζεται με μία τάξη που ανάγεται πέρα από το ίδιο το σύμπαν.
(Η τάξη και η νομοτέλεια του φυσικού Ι.DURING, 41ΠΛΑΤΩΝ, Τίμαιος, οῦσαν αἰώνιον εἰκόνα, τοῦτον ὃν δὴ χρόνον ὠνομάκαμεν)
Συνεπώς, καθετί ακόμα και η ίδια η τάξη έχει μία αρχή. Οι ιδέες είναι οι αιτίες της γένεσης και της φθοράς. Τόσο ο νόμος όσο και η τάξη θεωρούνται αποτελέσματα της νόησης του κόσμου και είναι κάτι άλλο από την ανάγκη, η οποία εξυπηρετεί την νόηση .Ο Πλάτωνας, λοιπόν, δημιουργεί έναν άλλο τόπο και χρόνο από τον κόσμο και τον χρόνο των αισθητών.
Κάθε γνώση αποτελεί προηγούμενη θέαση της ψυχής στο μόνο πραγματικό και αληθινό. Οι Ιδέες είναι οι υπέρτατες πραγματικότητες που βρίσκονται σε ένα άλλο έξω από τον το χώρο και τον χρόνο των αισθητών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Ιδέες είναι αφενός το πρότυπο και αφετέρου το παράδειγμα που αντιγράφεται από το φαινόμενο.
Οι Ιδέες ως κάτι αμετακίνητο και έξω από την φθορά του γίγνεσθαι, χαρακτηρίζονται από την πλήρη τάξη, την αρμονία και το απόλυτο κάλλος και σχηματίζουν ένα σύστημα με κορυφή το Αγαθό, το οποίο λειτουργεί διττά ως αλήθεια και ως ενότητα.
Η ουσία οδηγείται έξω από την φαινομενική πραγματικότητα και τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί αυτή την υπερβατικότητα. Το αισθητό συμμετέχει στο νοητό, αλλά είναι κάτι άλλο από αυτό. Το αισθητό μπορεί να αλλοιωθεί και να φθαρεί και υπάρχει γιατί υπάρχει το πρότυπο σύμπαν των ουσιών.
Έτσι η ιδέα, που αποτελεί μέρος του συστήματος του Αγαθού, ως πρότυπη ουσία, είναι ταυτόχρονα η αιτία και η αρχή του σύμπαντος. Οι νοητικές αρχές, συγκροτούν την πραγματικότητα και δίνουν οντότητα στο σύμπαν, το οποίο έχει ψυχή και κίνηση χωροχρονική.
Ο αισθητός κόσμος είναι ακριβώς αισθητός, όχι μόνο γιατί είναι αντιληπτός με τις αισθήσεις, γεγονός που εσωκλείει μέσα του ως ένα βαθμό την έννοια της απατηλής, ψευδούς και κίβδηλης αντίληψης, αλλά και γιατί είναι κόσμος «συμβάντων», δηλαδή κόσμος που «γίνεται»
Η ιδέα του «δημιουργού» που κατασκευάζει τον κόσμο, οδηγεί στην αντίληψη περί ύπαρξης ενός ανώτερου Όντος με την δύναμη να προσδιορίζει το γίγνεσθαι ή αλλιώς οδηγεί στην αντίληψη περί ύπαρξης ενός Θεού. Παρόλα αυτά, ο Θεός αυτός του Πλάτωνα εργάζεται με βάση ένα πρότυπο, το οποίο είναι αιώνιο και βάση που οποίου κατασκευάζει τον κόσμο των αισθητών. Τα αισθητά αντίγραφα υπόκεινται σε συνεχή μεταβολή και
γίγνεσθαι οφείλονται σε κάτι ανώτερο.
Συνεπώς, καθετί ακόμα και η ίδια η τάξη έχει μία αρχή. Οι ιδέες είναι οι αιτίες της γένεσης και της φθοράς. Τόσο ο νόμος όσο και η τάξη θεωρούνται αποτελέσματα της νόησης του κόσμου και είναι κάτι άλλο από την ανάγκη, η οποία εξυπηρετεί την νόηση.
Ο Πλάτωνας, λοιπόν, δημιουργεί έναν άλλο τόπο και χρόνο από τον κόσμο και τον χρόνο των αισθητών. Κάθε γνώση αποτελεί προηγούμενη θέαση της ψυχής στο μόνο πραγματικό και αληθινό. Οι Ιδέες είναι οι υπέρτατες πραγματικότητες που βρίσκονται σε ένα άλλο έξω από τον το χώρο και τον χρόνο των αισθητών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Ιδέες είναι αφενός το πρότυπο και αφετέρου το παράδειγμα που αντιγράφεται από το φαινόμενο .
Οι Ιδέες ως κάτι αμετακίνητο και έξω από την φθορά του γίγνεσθαι, χαρακτηρίζονται από την πλήρη τάξη, την αρμονία και το απόλυτο κάλλος και σχηματίζουν ένα σύστημα με κορυφή το Αγαθό, το οποίο λειτουργεί διττά ως αλήθεια και ως ενότητα. Η ουσία οδηγείται έξω από την φαινομενική πραγματικότητα και τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί αυτή την υπερβατικότητα.
Το αισθητό συμμετέχει στο νοητό, αλλά είναι κάτι άλλο από αυτό. Το αισθητό μπορεί να αλλοιωθεί και να φθαρεί και υπάρχει γιατί υπάρχει το πρότυπο σύμπαν των ουσιών. Έτσι η ιδέα, που αποτελεί μέρος του συστήματος του Αγαθού, ως πρότυπη ουσία, είναι ταυτόχρονα η αιτία και η αρχή του σύμπαντος. Οι νοητικές αρχές, συγκροτούν την πραγματικότητα και δίνουν οντότητα στο σύμπαν, το οποίο έχει ψυχή και κίνηση χωροχρονική. Ο αισθητός κόσμος είναι ακριβώς αισθητός, όχι μόνο γιατί είναι αντιληπτός με τις αισθήσεις, γεγονός που εσωκλείει μέσα του ως ένα βαθμό την έννοια της απατηλής, ψευδούς και κίβδηλης αντίληψης, αλλά και γιατί είναι κόσμος «συμβάντων», δηλαδή κόσμος που «γίνεται» Η ιδέα του «δημιουργού» που κατασκευάζει τον κόσμο, οδηγεί στην αντίληψη περί ύπαρξης ενός ανώτερου Όντος με την δύναμη να προσδιορίζει το γίγνεσθαι ή αλλιώς οδηγεί στην αντίληψη περί ύπαρξης ενός Θεού. Παρόλα αυτά, ο Θεός αυτός του Πλάτωνα εργάζεται με βάση ένα πρότυπο, το οποίο είναι αιώνιο και βάση που οποίου κατασκευάζει τον κόσμο των αισθητών. Τα αισθητά αντίγραφα υπόκεινται σε συνεχή μεταβολή και απαρτίζουν ένα τακτικό σύστημα με νόηση. Η νόηση είναι το μέσο αναγωγής στα νοητά και βρίσκεται στη ψυχή. Άλλωστε, και ο θεός-δημιουργός του Πλάτωνα είναι και ο ίδιος ψυχή και όπως όλα υπόκειται και αυτός στην Ανάγκη. Ο κόσμος του Πλάτωνα είναι γεννητός με δομή, αρχή και τάξη και ο χρόνος θεωρείται ταυτόχρονο κατασκεύασμα με τον κόσμο
. Εντούτοις, η έννοια της αταξίας συνυπάρχει μαζί με όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της φύσης.
Ο Πλάτων διακρίνει οντολογικά τον κόσμο των ιδεών από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων .
Οι ιδέες αμετάβλητες και ακίνητες δεν δρουν στο υλικό σύμπαν, αλλά απλώς αποτελούν υποστάσεις των όντων, τέλειες και προστατευμένες εντός μιας αδιατάρακτης αρμονίας. Αν και υπάρχουν έξω από τον κόσμο των αισθητών, ωστόσο έχουν έναν κανονιστικό ρόλο, καθώς αποτελούν την ουσία των όντων. Η οντολογία λοιπόν του Πλάτωνα τοποθετείται στις απρόσωπες ουσίες.
Τα αισθητά έχουν μία αιτιώδη σχέση με τα νοητά. Η διάκριση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι είναι η βαθιά γνώση στην οποία καλείται ο άνθρωπος, καθώς το είναι ταυτίζεται με την αλήθεια. Τα πράγματα του αισθητού κόσμου και οι σχέσεις τους εξαρτώνται αιτιοκρατικά από τις αντίστοιχες νοητές πραγματικότητες
. Η ψυχή, που προήλθε από τον κόσμο των ιδεών, συνδέει τον νοητό και τον αισθητό κόσμο. Ως αθάνατη και αιώνια τείνει προς τον κόσμο από τον οποίο προήλθε. Κατέχει το όντως είναι και φέρει αυτό ως ανάμνηση κατά τη διάρκεια που βιώνει το φαίνεσθαι. Ο λόγος απώλειας της αληθινής γνώσης είναι ακριβώς η είσοδος της ψυχής στο σώμα . Η ψυχή θεωρείται κάτι αθάνατο με χαρακτηριστικό της την αέναη κίνηση . Δεδομένης της θεωρίας του Πλάτωνα περί ύπαρξης του πρότυπου κόσμου των ιδεών, η κίνηση, ως πηγή ζωής και συνεχής κίνηση του χρόνου, αντανακλά το οντολογικό της περιεχόμενο στην αιωνιότητα του χρόνου και στην αθανασία της ψυχής. Η γνώση έρχεται ως ανάμνηση στην αθάνατη ψυχή που εισέρχεται στο σώμα, φέροντας την προγενέστερη θέαση των ιδεών. Η κίνηση της ψυχής συμβαίνει ακριβώς εξαιτίας της αθανασίας της. Η μνήμη της ψυχής είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του τόπου και χρόνου διαμονής της και του τόπου καταγωγής της. Επομένως, η ψυχή είναι μέρος της αιωνιότητας. Παρόλα αυτά, έχει την δυνατότητα να εισέρχεται στο κόσμο των αισθητών. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι και αυτός έμψυχος και η κοσμική κίνηση σε συνδυασμό με τους φυσικούς νόμους το αποδεικνύουν. Αυτό είναι ίσως το πιο κομβικό σημείο συνάντησης του νοητού άχρονου κόσμου των ιδεών με τον αισθητό εν χρόνω και τόπω κόσμο των πραγμάτων.
Χώρος και χρόνος έχουν νόημα μόνο για τον αισθητό κόσμο
Ο αισθητός όμως κόσμος ως διαρκές γίγνεσθαι δέχεται διαρκώς την συνεχή είσοδο του είναι και βιώνει την τάση προς το αγαθό, το ωραίο και το αληθινό . Στην «αλληγορία του σπηλαίου» ο Πλάτων περιγράφει παραστατικότατα τον κόσμο των Ιδεών και τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων. Συνεκτική δύναμη του σύμπαντος σύμφωνα με τη θεωρία του αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού, της οποίας αντίστοιχη εικόνα στον κόσμο των ανθρώπων είναι η δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη συνδέεται άμεσα με την αρετή, γιατί οδηγεί στην ευδαιμονία. Η Ιδέα του Αγαθού που βρίσκεται στον νοητό κόσμο, είναι ό,τι ο Ήλιος για τον αισθητό κόσμο.
Όπως λειτουργεί το φως, προκειμένου να δούμε τα ορώμενα, έτσι και η αλήθεια που πηγάζει από το Αγαθό φωτίζει το νου, ώστε να κατανοήσουμε τα νοούμενα. Το Αγαθό μάλιστα δεν είναι ουσία, αλλά επέκεινα της ουσίας και έσχατος λόγος της υπόστασης, γι’ αυτό και βρίσκεται έξω από την ύπαρξη.
Όλα τα ορατά όντα είναι σκαιές εικόνες, και ανάγονται σε κάποια ιδέα του νοητού κόσμου. Το Αγαθό είναι η αιτία του Είναι . Ως ιδέα έχει υπόσταση και υπάρχει έξω από τον χρόνο και τον χώρο
Η διαρχία του Πλάτωνα δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως πάλη μεταξύ φωτός και σκότους. Αντίθετα αναπτύσσοντας την θεωρία του, ο Πλάτων προσδίδει στο σύμπαν και στον κόσμο των αισθητών την ομορφιά ως αντανάκλαση των Ιδεών. Κατά το ίδιο σκεπτικό, η τάξη έρχεται ως καλαισθησία και δύναμη κάλλους από τον νοητό κόσμο . Έτσι, ο κόσμος για τον Πλάτωνα είναι κόσμος «συμβαινόντων» και «συμβάντων» και οτιδήποτε γίνεται έχει ένα αιτιοκρατικό χαρακτήρα.
Αυτό προϋποθέτει ένα δημιουργό, ο οποίος εργάστηκε με βάση ένα πρότυπο ή μία ιδέα. Η ιδέα σε αντιδιαστολή με τον κόσμο είναι αιώνια και άφθαρτη. Ο κόσμος από την άλλη εξελίσσεται διαρκώς και κινείται στο χρόνο.
Τόσο ο χρόνος, όσο και ο κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά κάτι που έγινε και βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη χωρίς να έχει αρχή και τέλος. Και ακριβώς, επειδή διαρκώς γίνεται, γι’ αυτό έχει ιστορία .
Ο χρόνος λοιπόν είναι κάτι απολύτως αισθητό σε σχέση με την εικόνα του, την αιωνιότητα. Γι’ αυτό ο χρόνος μπορεί να διακριθεί σε αυτό που συνέβη, σε αυτό που συμβαίνει και σε αυτό που θα συμβεί, ενώ αντίστοιχα η αιωνιότητα είναι το διαρκές είναι. Ο χρόνος, δηλαδή, μετριέται και προσδιορίζεται με βάση τον κόσμο, του οποίου η δημιουργία σηματοδοτεί την δημιουργία και του χρόνου. Η μέτρηση αυτή γίνεται με την κίνηση του Ήλιου, της σελήνης και των πλανητών. Επομένως, η κίνηση στο χώρο δηλώνει ταυτόχρονα και την κίνηση στο χρόνο. Δημιουργείται έτσι το μέγεθος του χωροχρόνου, καθώς η κίνηση εντός των τριών διαστάσεων μετατρέπεται σε σημεία όπου επιδρά ο χρόνος και τα οποία μπορούν να αριθμηθούν και εξελίσσουν την ιστορία του κόσμου. Ο χρόνος, ως χαρακτηριστική μορφή του αισθητού, επιτελεί μία ομοιόμορφη ροή, η οποία αποτελεί εικόνα της αιωνιότητας ή αλλιώς ομοίωμα της αιωνιότητας που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση 61. Μπορεί, λοιπόν, ως χρόνος να οριστεί η κινητή εικόνα της αιωνιότητας62 . Προκειμένου να υπάρχει χρόνος, είναι απαραίτητος ο αισθητός κόσμος και η κίνηση που τον χαρακτηρίζει. Στον Τίμαιο εξηγεί ότι τα μέρη είναι η μέρα και η νύχτα και τα είδη το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τόσο τα είδη όσο και τα μέρη θεωρεί ο Πλάτων ότι δεν υπήρχαν πριν τη δημιουργία του κόσμου. Επομένως, ο χρόνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον υλικό κόσμο. Ο χρόνος, όμως, έχει μία εικόνα, την αιωνιότητα, η οποία κινείται ρυθμικά και που την μιμείται ο χρόνος Προκύπτει, λοιπόν, η ακίνητη και αιώνια εικόνα της αιωνιότητας και η κινητή της εικόνα ο χρόνος, ο οποίος εισέρχεται εντός του υλικού κόσμου και μετέχει στις διαδικασίες του. Ο χρόνος, όμως, κινείται κυκλικά, ακριβώς όπως ο Ήλιος, η Σελήνη και οι πλανήτες. Αυτά καθορίζουν τους κύκλους του χρόνου ή, με άλλα λόγια, τα μερόνυχτα και τα έτη, καθώς έχουν ψυχή που τους έχει ανατεθεί ένα συγκεκριμένο έργο. Τα μεγέθη με τα οποία μετράται ο χρόνος, ανάλογα με την κίνηση του ουρανού, του Ήλιου και της Σελήνης είναι η μέρα, ο μήνας και το έτος αντίστοιχα. Επομένως, ο χρόνος είναι ένα εγγενές στοιχείο του κόσμου. Και όπως το αισθητό αποτελεί εικόνα της ιδέας, έτσι και ο χρόνος αποτελεί ιδέα της αιωνιότητας, γιατί και αυτή είναι ακόμα μία πραγματικότητα στο αέναο σύστημα των ιδεών. Τα όργανα του χρόνου είναι οι πλανήτες και η τέλεια κίνηση που πραγματοποιούν. Η κίνηση αυτή μετρά τέλεια και οργανωμένα τον χρόνο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα ο κύκλος της αναγέννησης. Άλλωστε, η γένεση του χρόνου, που αποτελεί μετρήσιμο μέγεθος εξαιτίας της κίνησης των πλανητών, οφείλεται στο λόγο και στην διάνοια του Θεού-Δημιουργού, ο οποίος δημιουργεί με βάση τον πρότυπο κόσμο των Ιδεών Αν, λοιπόν, εννοηθεί ο χρόνος ως εικόνα της ιδέας της αιωνιότητας και τρόπος μέτρησης της κίνησης, η οποία χαρακτηρίζει το σύμπαν και την κυκλική ροή των πάντων, τότε θα μπορούσε η αιωνιότητα να θεωρηθεί ως η αρχή του σύμπαντος65 . Ο κόσμος του Πλάτωνα είναι αιώνιος, οπότε χώρος και χρόνος δεν έχουν ισχύ για την ύπαρξη, γιατί και τα δύο αυτά μεγέθη ορίζουν το γίγνεσθαι . Η γένεση και η φθορά σχετίζονται άμεσα με το χρόνο γιατί τον προϋποθέτουν, αφού πρόκειται για διαδικασίες εν χρόνω. Με το γίγνεσθαι, λοιπόν, αρχίζει και ο χρόνος. Το γίγνεσθαι, που βρίσκεται συνεχώς απέναντι από τον αιώνιο κόσμο των ιδεών, έχει υπόσταση και πραγματώνεται ακριβώς επειδή έχει σχέση με τον χώρο και τον χρόνο .
Η αριστοτελική προοπτική του χρόνου.
Εντελέχεια, ο χρόνος ως κίνηση από το εν δυνάμει στο εν ενεργεία Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος φιλόσοφος της αρχαιότητας που ασχολήθηκε με συστηματικό τρόπο με το πρόβλημα του χρόνου. Στην αριστοτελική διερεύνηση του ζητήματος ιδιαίτερη βαρύτητα τίθεται στο πρόβλημα αν ο χρόνος είναι κάτι υπαρκτό ή όχι, αφού το παρελθόν υπήρξε και δεν υπάρχει πια, ενώ το μέλλον θα υπάρξει και το παρόν διαρκεί πολύ λίγο. Έτσι, εύλογα αναρωτιέται τι ακριβώς είναι το παρόν, το οποίο διαρκεί τόσο λίγο. Συνδέοντας τον χρόνο με την κίνηση, δεν εννοεί αυτήν των πλανητών και των ουράνιων σωμάτων. Για τον Αριστοτέλη κίνηση είναι η μεταβολή της ποιότητας, η μεταβολή της ουσίας και, συνεπώς, η μετατόπιση των πραγμάτων από την δυνατότητα του να γίνουν κάτι στην ενέργεια. Από την άλλη η κίνηση έχει διαφόρους ρυθμούς. Εξαιτίας των διαφορετικών ταχυτήτων ο χρόνος δεν ταυτίζεται με την κίνηση, αλλά απλώς αποτελεί μέρος αυτής. Ο χρόνος όμως είναι ένα συνεχές που μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά επιμέρους τμήματα, αλλά επιπλέον είναι και άπειρος. Με αυτή την έννοια ο χρόνος συνδέεται με το χώρο, καθώς οι χρονικές βαθμίδες παρελθόντος και μέλλοντος είναι επί της ουσίας δύο χωρικά σημεία, στα οποία εμφανίζεται ο χρόνος. Ό,τι αποτελεί μία δεδομένη χρονική στιγμή το νυν, αυτό το σημείο σε λίγο γίνεται πρότερον, έτσι ώστε ένα ύστερον να γίνει αυτό με τη σειρά του το νυν. Επομένως, το νυν είναι κάθε στιγμή διαδοχικά ένα πρότερον και ένα ύστερον. Αυτή η αίσθηση διαδοχής των τοπικών αυτών σημείων 26 παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι ο χρόνος. Ακριβώς αυτή η κίνηση, με άλλα λόγια, πάνω σε σημεία που φέρνουν κάτι από το παρελθόν στο παρόν και από το μέλλον στο παρόν είναι χρόνος. Επειδή, όμως, συνδέεται η κίνηση του χώρου με την κίνηση του χρόνου και γίνεται αντιληπτή ως αίσθηση της ψυχής, προϋποτίθεται η ψυχή για να υπάρχει ο χρόνος, ώστε ο χρόνος να μπορεί να μετρηθεί και να αριθμηθεί. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει κίνηση, αλλά δεν υπάρχει αρίθμηση. Κατ’ αυτήν την οπτική ο χρόνος είναι ενδογενής και θεμελιακός για το σύμπαν. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, υποστήριζε ότι μέσα στο χρόνο συντελείται ένα διαρκές γίγνεσθαι, όπου η γένεση και η φθορά διαδέχονται η μία την άλλη συνεχώς και ο χρόνος κατά αυτόν τον τρόπο έχει δομικό χαρακτήρα για τον κόσμο. Πρόκειται με άλλα λόγια για μία διαρκή κίνηση, όπου η ίδια η φύση ταυτίζεται με την κίνηση και όπου η κίνηση με τη σειρά της ταυτίζεται με την μεταβολή και το γίγνεσθαι. Το γίγνεσθαι ως έννοια συνδέεται με την ύλη και συγκεκριμένα με την ονομαζόμενη από τον Αριστοτέλη πρώτη ύλη. Αυτή η πρώτη ύλη για τον Αριστοτέλη δεν περιορίζεται στο χώρο της εμπειρίας, αλλά αποτελεί το έσχατο υποκείμενον κάθε πράγματος. Η πρώτη ύλη δεν γεννιέται, δεν φθείρεται, δεν χάνεται, δεν αλλοιώνεται. Είναι η ουσία, που όμως ταυτόχρονα, ενώ είναι άλλη, δεν αποτελεί ξεχωριστή ύπαρξη. Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει αισθητά αντιληπτή, καθώς είναι άμορφη και απροσδιόριστη. Η ύλη είναι η εν δυνάμει κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάθε πράγμα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αποκτήσει μορφή. Σε αυτό το στάδιο η ύλη, και δη η πρώτη ύλη μπορεί να ταυτιστεί με την δύναμιν και την εν δυνάμει πραγματικότητα. Συμπερασματικά, αποτελεί την οντολογική βάση κάθε όντος, καθώς η ύλη ως εν δυνάμει όν είναι οι δυνατότητες που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Η μετάβαση της ύλης από την κατάσταση του εν δυνάμει στην κατάσταση του εν ενεργεία είναι μία κίνηση, όπου έχουμε γένεση και φθορά και ποιοτική μεταβολή μέσα στη φύση. Η πρώτη ύλη γίνεται με αυτόν τον τρόπο η δύναμη που κινεί το γίγνεσθαι της φύσης. Η κίνηση αυτή συνδέεται με τον χρόνο καθώς για τον Αριστοτέλη χωρίς κίνηση από το εν δυνάμει στο εν ενεργεία και χωρίς ποιοτική μεταβολή δεν υφίσταται χρόνος. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Αριστοτέλη ο χρόνος είναι η αρίθμηση της κίνησης σύμφωνα με το πριν και το μετά, δηλαδή ο χρόνος είναι αριθμός κινήσεως από το πρωτύτερα στο υστερότερα.
Χρόνος και κίνηση συνδέονται εσωτερικά σε μία χρονική ευθεία από το παρελθόν στο μέλλον, η οποία περνά από το παρόν, το οποίο με τη σειρά του έχει θεμελιώδη σημασία καθώς αυτό συγκρατεί τον χρόνο που πέρασε και που θα έρθει Σε αυτή τη διαρκή κίνηση από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση, η ύλη εσωκλείει την δυνατότητα της κίνησης, η οποία κίνηση συνδέεται άμεσα με το χρόνο, ο οποίος κινείται συνεχώς από το παρελθόν προς το μέλλον, περνώντας από το παρόν και κατά αυτόν τον τρόπο συνδέεται άρρηκτα με το γίγνεσθαι της φύσης. Επιπλέον, το μέλλον έχει ένα χαρακτήρα ελευθερίας, καθώς η ύλη εμφανίζει έναν δυναμικό χαρακτήρα, αφού ο χρόνος γίνεται το άνοιγμα προς ένα κόσμο άπειρων δυνατοτήτων, καθώς δεν υπάρχει χρόνος χωρίς γίγνεσθαι και το αντίστροφο, δεν υπάρχει γίγνεσθαι χωρίς χρόνο. Συνάμα, και οι δύο έννοιες τόσο του χρόνου όσο και του γίγνεσθαι ανοίγονται στις άπειρες δυνατότητες. Η βασική αρχή του Αριστοτέλη ήταν ότι η γνώση πρέπει να συμμορφώνεται προς τα πράγματα και ότι η αλήθεια έχει τεράστια δύναμη. Θεωρούσε πως η γνώση ταυτίζεται με το είναι, οπότε αν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ουσία των πραγμάτων, μπορούμε να ερμηνεύσουμε κάθε έννοια με βάση την αλήθεια.
Γι’ αυτόν κάθε προβληματισμός τίθεται σε νέα βάση και προσπαθεί συνεχώς να διατυπώσει ικανοποιητικούς ορισμούς. Βασικές έννοιες της κοσμοθεωρίας του αποτελούν τα ζεύγη ύλη-είδος και δύναμις-ενέργεια Επίσης, έδινε μεγάλη σημασία στο τέλος κάθε πράγματος, δηλαδή στον σκοπό για τον οποίο από κάθε ύλη γεννιέται κάτι. Άκρως τελεολογικός, δεν αποδίδει τίποτα στο τυχαίο, αλλά συνδέει οποιαδήποτε ύπαρξη με ένα σκοπό.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η φύση είναι η υπερβατική αρχή των πάντων, αλλά ένας συλλογικός όρος που περιλαμβάνει τις φύσεις όλων των όντων , που συνυπάρχουν στο βαθμό που πραγματώνεται η αρμονία του σύμπαντος. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία και αυτό που αποκαλείται τύχη είναι απλώς μία σύνδεση των γεγονότων, που γίνονται, προκειμένου ο κόσμος να προοδεύσει και να ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Φυσικά, 219b.1-2: τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ χρόνος, ἀριθμὸς κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Φυσικά, συνέχει γὰρ τὸν χρόνον τὸν παρεληλυθότα καὶ ἐσόμενον.
Σε μία αντιστοιχία με τον άνθρωπο η ύλη ισοδυναμεί με την ψυχή και το είδος με το σώμα. Όπως η ύλη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει οτιδήποτε μορφή, έτσι και η ψυχή είναι απαραίτητη για να υπάρξει ζωή. Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τον «νου» από την ψυχή.
Η δύναμις ως έννοια σημαίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα, αλλά και τη δύναμη. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί ζώων πορείας, τὴν φύσιν μηθὲν ποιεῖν μάτην, ἀλλά πάντα πρὸς τὸ ἂριστον ἀποβλέπουσαν.
Όπως προαναφέρθηκε, ο χρόνος για τον Αριστοτέλη ερμηνεύεται ως κίνηση που μπορεί να αριθμηθεί σε σχέση με το πριν και το μετά. Η κίνηση, όμως, μοιραία συνδέεται με τον χώρο και τον τόπο ενός πράγματος. Αυτό σημαίνει πως η κίνηση αντιπροσωπεύει τόσο την ποιοτική όσο και την ποσοτική μεταβολή και ως φαινόμενο είναι κάτι συνεχές. Η φύση της κίνησης θεωρείται εξωκοσμική με συνέπειες εντός του κόσμου, ο οποίος είναι αγέννητος και αιώνιος και υπόκειται στη συνεχή γένεση και φθορά.
Στον αιώνιο αυτό κύκλο υπάρχουν τα φθαρτά πράγματα, τα οποία υπόκεινται σε συνεχή μεταβολή και μεταμόρφωση. Η αιωνιότητα ταυτίζεται με τον αιώνιο κύκλο της αλληλοδιαδοχής της γένεσης και της φθοράς, όπου ακολουθείται μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία μεταξύ της γενέσεως και της φθοράς περιλαμβάνει τα στάδια της αύξησης, της τελείωσης και της παρακμής. Κεντρικό σημείο στην κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη αποτελούν οι τέσσερις αιτίες, ύλη, μορφή, ποιητικό αίτιο και σκοπός.
Καθαρά τελεολογικός ο συλλογισμός του περιστρέφεται γύρω από την έννοια της εντελέχειας, που δηλώνει την επίτευξη του σκοπού ή διαφορετικά την στιγμή της τελείωσης. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζοντας την ουσία ενός πράγματος ως το αποτέλεσμα μίας σύνθετης διαδικασίας, κατά την οποία κάτι εισέρχεται από την σφαίρα της δυνατότητας στη σφαίρα της πραγματικότητας, ο Αριστοτέλης καθορίζει ως πρωταρχική αιτία αυτής της διαδικασίας την ύλη, που δύναται να πάρει κάποια μορφή, καθώς είναι εν δυνάμει όν.
Επιπλέον, η ύλη είναι αυτό που μένει αν αφαιρεθεί η μορφή και οι ιδιότητές της. Επομένως, η ύλη έχει οντολογικό νόημα ως έννοια
Παίρνοντας η ύλη μορφή γίνεται εν ενεργεία όν, με τη βοήθεια, όμως, και την συμβολή ενός ποιητικού αιτίου. Η μετάβαση από την εν δυνάμει κατάσταση στην εν ενεργεία δεν γίνεται τυχαία, αλλά προϋποθέτει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Όταν ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία τότε το όν αποκτά εντελέχεια
. Με άλλα λόγια η εντελέχεια είναι η διαδικασία κατά την οποία γίνεται η μετάβαση από το χώρο της δυνατότητας στο χώρο της πραγματικότητας. Με βάση αυτήν την θεωρία, ο χρόνος μπορεί να ορισθεί ως η κίνηση από το εν δυνάμει στο εν ενεργεία, ως η μετάβαση από την δυνατότητα στην πραγματικότητα, καθώς ο χρόνος ισοδυναμεί με την αρίθμηση της κίνησης σε σχέση με το πρότερον και το ύστερον. Ως μεγέθη, όμως, τόσο ο χρόνος όσο και η κίνηση πρέπει να γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Επιπλέον, η τάξη για τον Αριστοτέλη είναι μία πολύ σημαντική έννοια, καθώς αυτή χαρακτηρίζει περισσότερο από καθετί άλλο τον κόσμο του γίγνεσθαι82. Κάθε παρέκκλιση από το μέτρο δημιουργεί ανωμαλία στη λειτουργία του σύμπαντος. Άλλωστε, η τελεολογική του θεωρία βασίζεται ακριβώς στην αποδοχή ύπαρξης της τάξης, ως κάτι ανώτερο που έχει τον πλήρη έλεγχο του κύκλου της γένεσης και της φθοράς
. Ο αιώνιος αυτός κύκλος του γίγνεσθαι εξασφαλίζει την αιώνια ύπαρξη της ουσίας των όντων. Η θεωρία του για το πρώτο κινούν αντικατοπτρίζει την αρχή της τάξης.
Η κίνηση είναι γι’ αυτόν το δομικό συστατικό του σύμπαντος και όπως και ο χρόνος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, γιατί χρόνος και κίνηση υπήρχαν πάντοτε και αποτελούν τις πρώτες ουσίες των όντων
. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος δεν μπορεί να γεννήθηκε ούτε μπορεί να πάψει να υπάρχει, γιατί αυτό θα διαχώριζε τον υπάρχοντα χρόνο, από τον χρόνο πριν από το χρόνο ή από τον χρόνο μετά τον χρόνο.
Κίνηση και χρόνος είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος, καθώς δεν υφίσταται χρόνος χωρίς κίνηση. Είναι η αΐδιος ουσία των όντων, που χαρακτηρίζεται αΐδιος γιατί έχει αιώνια συνέχεια .
Αυτό το πρώτον κινούν είναι που κινεί επ’ άπειρον το χρόνο και εγγυάται την αιωνιότητα . Το θεμελιώδες φυσικό φαινόμενο είναι η κίνηση, η οποία όμως δεν είναι δυνατή χωρίς το χώρο και το χρόνο και επιπλέον επειδή είναι κάτι συνεχές, όπως άλλωστε και ο χώρος και ο χρόνος, σχετίζεται και με το άπειρο . Με τον όρο κίνηση ο Αριστοτέλης δηλώνει τόσο την χωρική κίνηση όσο και την χρονική κίνηση, δηλαδή και την ποσοτική μεταβολή και την ποιοτική (εννοώντας την διαδικασία της γένεσης και της φθοράς), καθώς η κίνηση τελικά είναι η πραγμάτωση του δυνάμει ως ατελής ενέργεια . Πρόκειται, δηλαδή, για την κίνηση από την δυνατότητα στην πραγμάτωση του κινούντος και του κινουμένου, όπου ο χρόνος επιτελεί την κίνηση από το ένα σημείο στο άλλο. Οποιαδήποτε κίνηση, όμως, πρέπει να εννοείται ως ενδογενής των
Έτσι, ο χρόνος νοείται ως κάτι άπειρο, γιατί μπορεί να προχωρά ασταμάτητα και επιπλέον, κατά τον Αριστοτέλη, δεν έχει αρχή και τέλος. Ακριβώς αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην παραδοχή ύπαρξης του απείρου. Ο χρόνος, δηλαδή, είναι άπειρος ως προς την αρχή και το τέλος και ταυτόχρονα μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον .
Το άπειρον, όμως, όπως και ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο φαινομενολογικά, διότι είναι μεγέθη για τα οποία ο άνθρωπος δεν έχει σαφή εικόνα.Αυτό για τον Αριστοτέλη σημαίνει ότι και ο κόσμος είναι αιώνιος και καθετί που εκδηλώνεται εντός του κόσμου είναι αποτέλεσμα της νομοτέλειας που ενυπάρχει στον κόσμο.
Συνεπώς, η οντολογία ταυτίζεται με την φαινομενολογία. Χώρος, χρόνος και άπειρο έχουν νόημα, καθώς τοποθετούνται και ερμηνεύονται στο πλαίσιο της έννοιας «σύμπαν», το οποίο ως έννοια εσωκλείει την έννοια του πεπερασμένου. Συνεπώς, όλες οι παραπάνω έννοιες έχουν και αυτές κάτι το πεπερασμένο, με άπειρες, όμως, δυνατότητες. Αιώνιο είναι το «διαρκώς είναι», αυτό που δεν γεννήθηκε και συνεπώς δεν φθείρεται. Ο κόσμος, λοιπόν, είναι αιώνιος και περιέχει τον χρόνο. Ο χρόνος τώρα είναι συνεχής, γιατί πραγματοποιεί μία κίνηση, η οποία με τη σειρά της είναι και αυτή συνεχής.
Σε αυτή την συνέχεια του χρόνου, αλλά και της κίνησης που αυτός επιτελεί, μπορεί να διακριθεί το πρότερον και το ύστερον, τα οποία σε κατάλληλο χρόνο αποτελούν δύο νυν, η απόσταση μεταξύ των οποίων και η κίνηση που υπάρχει από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο μπορεί να ονομαστεί χρόνος. Με βάση αυτό το σκεπτικό ο Αριστοτέλης ορίζει ως χρόνο την ίδια την κίνηση που μπορεί να μετρηθεί 95 . Έτσι, ο χρόνος, για να ορισθεί, απαιτεί την ύπαρξη τουλάχιστον τριών στιγμών, που αποτελούν και οι τρεις ένα νυν, έτσι ώστε να δηλώνεται μία κίνηση, που διαρκώς μεταβάλλεται.
Αυτό που είναι τώρα μπορεί να γίνει πρότερον και ύστερον στο πλαίσιο της διαρκούς κίνησης του χρόνου, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Φυσικά, 200b.32-33: οὐκ ἔστι δὲ κίνησις παρὰ τὰ πράγματα.
Συνοπτικά, ο χρόνος για τον Αριστοτέλη είναι ένα είδος κύκλου, βάση του οποίου μετριέται καθετί, ακόμα και ο ίδιος ο χρόνος. Αυτός ο κύκλος του χρόνου δεν έχει διεύθυνση, αρχή, μέση και τέλος, οπότε ο χρόνος ως συνεχόμενη και επαναλαμβανόμενη κίνηση επιστρέφει διαρκώς στον εαυτό του. Υπάρχει βέβαια παρελθόν, παρόν και μέλλον. Με βάση αυτή την διαπίστωση ο χρόνος ορίζεται ως αριθμός της κίνησης σύμφωνα με το πριν και το μετά, αποτελούμενη από το νυν, το οποίο με τη σειρά του αποτελείται από πολλές στιγμές. Οι στιγμές είναι που εξασφαλίζουν την συνέχεια, η οποία με τη σειρά της συγκρατεί και παράλληλα διαιρεί σε παρελθόν και μέλλον. Έτσι η κάθε στιγμή γίνεται ταυτόχρονα η αρχή και το τέλος του χρόνου γι’ αυτό και ο χρόνος είναι σε θέση να αρχίζει και να τελειώνει διαρκώς. Με άλλα λόγια ο χρόνος είναι ένα ποσοτικοποιημένο και ατελεύτητο συνεχές στιγμών
Ο Αριστοτέλης δεν δέχεται την γνώση ως ανάμνηση. Δεν θεωρεί ότι υπάρχουν ιδέες ξεχωριστά από τα όντα. Δέχεται βέβαια τον χωρισμό του κόσμου σε ανώτερο και κάτω από το φεγγάρι κόσμο. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί στην παραδοχή ενός άλλου κόσμου ιδεών από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, αλλά στην ύπαρξη ενός καθόλου που προσπαθεί να το γνωρίσει με την σκέψη. Αντιμετωπίζει το σύμπαν ως μία ενότητα, όπου όλα εξαρτώνται από μία αρχή. Αυτό που υπάρχει καθεαυτό είναι η ουσία, η οποία απλώς επιδέχεται αντίθετες ιδιότητες. Επομένως, ο Αριστοτέλης δέχεται την ύπαρξη ενός γενικού, υποστηρίζοντας, όμως, την πολλαπλότητα και ερμηνεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο την γνώση ως εμπειρία. Όσον αφορά στην ιστορία, ο Αριστοτέλης υποστήριζε την άποψη ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται διαρκώς και οι ίδιες αντιλήψεις επανέρχονται στους ανθρώπους άπειρες φορές στο πέρασμα του χρόνου . Η κυκλική της κίνηση δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος και το μόνο που μπορεί να διαπιστωθεί είναι η συνέχεια ως προς την συνεχή επανάληψη των γεγονότων.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Φυσικά, : πᾶν συνεχὲς διαιρετὸν εἰς αἰεὶ διαιρετά. 98 G.AGAMBEN, I.DURING, 100ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Μετεωρολογικά,
Αυτό αμέσως κάνει τον Αριστοτέλη σχετικό αιτιοκράτη, καθώς διαπιστώνει ότι μόνον τα γεγονότα που αποτελούν μέρος μιας επαναλαμβανόμενης αλληλουχίας μπορούν να διαπιστωθούν.