Σελίδες

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Σύγκριση ορθόδοξης ηθικής και θρησκευτικής ηθικής του E. Fromm

 

Σύγκριση ορθόδοξης ηθικής και θρησκευτικής ηθικής του E. Fromm


Η επιχειρούμενη σύγκριση μεταξύ της ηθικής του Fromm και της ορθόδοξης ηθικής, εστιάζεται σε μια ενδελεχή σύγκριση της ορθόδοξης θεολογίας από τη μία πλευρά και των ηθικών θεωριών του Fromm, από την άλλη. Η θρησκευτική ηθική προσέγγιση ως ενδιαφερόμενη άμεσα για ορθή δόμηση του ανθρώπινου χαρακτήρα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ηθική συμπεριφορά ενός προσώπου είναι η συμπεριφορά ενός χαρακτήρα ενάρετου. Η ίδια λέξη (ηθική), κατά τον Fromm, προέρχεται από μια ρίζα που σε τελική ανάλυση σημαίνει την επιστήμη που εξετάζει το ιδανικό της ανθρώπινης συγγένειας. Αυτή η σύγχυση μεταξύ έθους (συνήθειας) και ιδανικών υπάρχει ακόμη στο μυαλό πολλών ανθρώπων.

Το λεξικό Webster ορίζει την ηθική ως «επιστήμη αξιών και καθηκόντων» και ως «μελέτη των ιδανικών των ενεργειών και των άκρων του ανθρωπίνου χαρακτήρα». Το ηθικό έρεισμα που ευρίσκει το άτομο στη μυστική εμπειρία του Ενός αντιπροσωπεύει μία πρόκληση για οποιαδήποτε θεολογία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια καρποφόρο ανταλλαγή μεταξύ των χριστιανών θεολόγων και του ανθρωπιστή Fromm, εφ’ όσον, ό,τι ισχύει για κάθε πρόκληση από τους σύγχρονους ανθρωπιστές, ισχύει επίσης και εδώ.

Ο Fromm φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τον M. Eckhart, όσον αφορά στην άποψή του για το θρησκευτικό σύστημα



Η αγάπη για τον Θεό στο κυρίαρχο θρησκευτικό σύστημα εξαντλείται σε μια διανοητική εμπειρία ενώ στις ανατολικές θρησκείες και στον μυστικισμό τους, η ίδια αγάπη προβάλλει ως έντονη θρησκευτική εμπειρία συνένωσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκδήλωση της αγάπης αυτής σε κάθε πράξη της ζωής. Η στήριξη του ανθρώπου από τον θεολόγο ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Ο θεολόγος που επιθυμεί να αποδείξει ότι η συζήτησή του για το Θεό είναι προϊόν λογικής, δεν συνηθίζει να αναγνωρίζει στην ύπαρξη του ανθρώπου την έννοια της εμπειρίας. Θεωρεί ότι η συζήτησή του για το Θεό είναι εφικτή, μόνο όταν υπάρχει εμπειρία της ομιλίας του Θεού και στηρίζεται συνεπώς αποκλειστικώς σε αυτήν. Επίσης, γνωρίζει ότι η ορθόδοξη θεολογία επιτυγχάνει το στόχο της μόνον όταν προάγει την πεποίθηση ότι το άτομο δοκιμάζεται στη ζωή και την ύπαρξή του.

Η θεολογία μεσολαβεί για τη θρησκευτική εμπειρία αλλά δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει την εμπειρία του Θεού παρ’ όλο που είναι αναγκασμένη να μιλά για Αυτόν.

Ο μυστικισμός είναι διαφορετικός, επειδή ενδιαφέρεται για την εμπειρική αξία και επειδή συνήθως με την αντιπροσώπευση μιας αρνητικής θεολογίας, υπερνικά την ανικανότητα της θεολογίας να προσφέρει άμεση θρησκευτική εμπειρία.

Η σχέση μυστικισμού και οργανωμένης θρησκείας εμφανίζεται ιδιότυπη, ως ένα μίγμα σεβασμού και δυσπιστίας. Ο σκοπός του μυστικισμού είναι ο ίδιος με εκείνον της θρησκείας. Ας σημειωθεί ότι ο μυστικισμός είναι η άμεση μετάθεση από την περιοχή του βέβηλου στον μακάριο κόσμο του Αγίου ή του θείου, η άμεση μετάβαση στους κόλπους του απέραντου, όπου ο άνθρωπος αισθάνεται και τον εαυτό του ως απόλυτο, απέραντο και ολοκληρωμένο. Ο πόθος για ένωση ή συγχώνευση με τη θεότητα γεννά στη ψυχή μακαριότητα. Το βίωμα αυτό είναι άρρητο. Το εκφράζει μόνο το φαινόμενο της ιεράς σιγής.

Το δόγμα του Χριστού, Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1974,

Η μυστική θεολογία είναι η επιστήμη που μεταχειρίζεται το σύνολο των πράξεων και της εμπειρίας ή των καταστάσεων της ψυχής, που δεν μπορεί να παραχθεί από την ανθρώπινη προσπάθεια ή τη βιομηχανία, ακόμη και με τη συνηθισμένη ενίσχυση της θείας επιείκειας.

Καλύτερα είναι η βιωματική υπαρξιακή αναζήτηση, η άμεση σχέση και η πνευματική ένωση με τον Θεό ή το θείο. Περιλαμβάνει μεταξύ των θεμάτων της όλες τις εξαιρετικές μορφές προσευχής, τις υψηλότερες μορφές σχεδίου σε όλες τις ποικιλίες τους ή τις διαβαθμίσεις, τις ιδιωτικές αποκαλύψεις, τα οράματα, και την ένωση που αυξάνεται μεταξύ του Θεού και της ψυχής, γνωστής ως μυστική ένωση.- με τους μαθητές που συνάντησαν τον Κύριο στο δρόμο προς Εμμαούς.


Ο μυστικισμός αποτελεί το βαθύτατο ψέλλισμα της «μυχιοτάτης» ευσεβείας. Γι' αυτό ακριβώς είναι και πηγή κορυφαίας δημιουργίας στην περιοχή της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της τέχνης. Για τον λόγο αυτό η μυστικιστική θεολογία έχει δική της ονοματολογία και κανόνες που επιδιώκουν να εκφράσουν τις πράξεις της. Συνήθως, δεν αποτελεί μέρος συνηθισμένων μελετών σε τάξεις αλλά μεταδίδεται από τους πνευματικούς κυρίους κατόπιν προσωπικής επιλογής ή αποτυπώνεται σε διάφορες σχολές μετά από ειδικές διασκέψεις και πορείες πνευματικής ανάτασης.


Η μελέτη της μυστικιστικής θεολογίας είναι μια γνώση των τεσσάρων συνηθισμένων μορφών προσευχής: φωνητική, διανοητική, συναισθηματική και προσευχή της απλότητας. ‘Όλα αυτά ενυπάρχουν στην θεολογική ηθική του Fromm.


O μυστικιστής σκέφτεται την αλήθεια, ζει με αγάπη και δικαιοσύνη και θεωρεί την ζωή του άξια και πολύτιμη, μόνο στον βαθμό που του δίνει την ευκαιρία να οδηγηθεί σε μια τέλεια εκδίπλωση των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και ικανοτήτων του.


Ένα στοιχείο που προέρχεται αυστηρά μέσα από πορεία της μυστικιστικής θεολογίας είναι η μελέτη των διαδικασιών του ενεργειακού καθαρισμού, μέσω του οποίου μια ψυχή δύναται να φθάσει στη μυστικιστική ένωση. Η διαδικασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει: αγνότητα συνείδησης (αποστροφή ακόμη και προς τη μικρότερη αμαρτία), αγνότητα των συναισθημάτων της καρδιάς, αγνότητα πνεύματος, (δηλ. φαντασίας και μνήμης) και αγνότητα δράσης.


Η αρνητική θεολογία οφείλεται στην άποψη ότι η σκέψη για το Θεό συγκρούεται με την εμπειρία του ίδιου του Θεού για λόγους αρχής. Η θρησκευτική εμπειρία είναι δυνατή μόνο στην κατάσταση της άγνοιας. Κάθε μορφή γνώσης του Θεού θεωρείται ως ετερόνομος προσδιορισμός και πρέπει επομένως να αποκλεισθεί.


Για τον Fromm όμως, μολονότι η σκέψη του είναι μη θεϊστική, εν τούτοις καθίσταται θρησκευτική και οδηγεί σ’ ένα θρησκευτικό μυστικισμό ο οποίος έντεχνα αποφεύγει τις όποιες δηλώσεις για την φύση και την ουσία του Θεού σε οποιαδήποτε θρησκεία

Ύψιστο στοιχείο για την θρησκευτική ηθική του Fromm προβάλλει και πάλι η ελευθερία του ανθρώπου. To πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει κάθε άτομο είναι, ακριβώς, το πρόβλημα του επιπέδου ελευθερίας που έχει πετύχει

Μέσα από κοινές και πανανθρώπινες θέσεις και αξίες ο Fromm επιχειρεί να φέρει κοντά τόσο εκείνους που πιστεύουν σε έναν προσωπικό Θεό όσο και εκείνους που δεν πιστεύουν. Ο Fromm θεωρεί την ανυπακοή ως ζωτικής σημασίας στην κοινωνία μας και την τυφλή υποταγή ολέθρια ενώ και χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα για να μας πείσει υπέρ αυτής της άποψης. Η βασικότερη αμαρτία για την αυταρχική - και άρα ανελεύθερη θρησκεία - είναι η ανυπακοή και ο άνθρωπος σε αυτήν, έχει χάσει την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την ακεραιότητά του. Η ελευθερία δράσης είναι κατανοητή μόνον μέσα από τη σκοπιά του ηθικού ατομικισμού. Η ελευθερία της απόφασης σε κάθε άνθρωπο βασίζεται στην προσωπικότητά του και στα ιδιαίτερα στοιχεία αυτής, ενώ σήμερα, υπό την αυστηρή η χαλαρή επιτήρηση της κοινωνίας, γεννώνται πολλές αμφισβητήσεις για τον καθορισμό των επιλογών του. Το άτομο είναι ελεύθερο εφ ‘ όσον είναι σε θέση να υπακούει κάπου, σε κάθε στιγμή της ζωής του.

Η ελευθερία του ανθρώπου δεν πρέπει να περιορίζεται από την δομική σύνθεση της κοινωνίας.




Αντιθέτως, απαιτείται συνειδητή, άρα ελεύθερη, επιλογή των θρησκευτικών θέσεων κάθε ανθρώπου. Η ωριμότητα, η γνώση και η πνευματική αναμόρφωση αποτελούν τους αναβαθμούς στην πορεία για την απόκτηση αλληλεγγύης και ειρήνης, στοιχείων που ο Fromm θεωρεί απαραίτητα για την δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού. Για να είναι σε θέση να προωθήσει τους λόγους για την ορθολογιστική ικανότητα της θρησκευτικής εμπειρίας, η θεολογία χρειάζεται την υπερβατικότητα. Η ορθόδοξη θεολογία, επίσης, υποστηρίζει ότι ξεπερνά το επίπεδο διανοητικής θρησκευτικής εμπειρίας. Στοχεύει σε ένα απόλυτο επίπεδο, πέρα από το άτομο, και προϋποθέτει μια θεονομική στήριξη κάθε ανθρώπινης πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής εμπειρίας του απόκρυφου. Ο στόχος αυτός έρχεται σε αντίθεση με εκείνον του μυστικισμού, γιατί αποτελεί ακριβώς την επίδειξη δογματικής αιτίασης ότι ο μυστικισμός δεν ενδιαφέρεται για αυτό.

Η ανθρωπιστική συνείδηση από την άλλη είναι βασισμένη στη γνώση της ανθρώπινης φύσης, σε μια ολιστική προοπτική του ατόμου. Εδώ περιλαμβάνονται και στοιχεία αυταρχισμού της προσωπικότητας του, όταν δρα κυρίως σε ομάδες ή σε ιστορικά ταραγμένες εποχές. Είναι βασισμένο στην προϋπόθεση ότι κάποιοι πρέπει να ξέρουν τη φύση του ανθρώπου προκειμένου να διατυπώσουν έγκυρους ηθικούς κώδικες. Με βάση την ισχύ της ανθρώπινης αυτονομίας, οι έγκυροι ηθικοί κανόνες διαμορφώνονται από τον ανθρώπινο λόγο.

Η ανθρωπιστική ηθική είναι εφαρμοσμένη επιστήμη και οδηγεί στην πεποίθηση ότι οι πηγές κανόνων για την ηθική συμπεριφορά βρίσκονται στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Οι ηθικοί αυτοί κανόνες είναι βασισμένοι στις ανθρώπινες έμφυτες ιδιότητες, και τα αποτελέσματα παραβίασής τους οδηγούν στη διανοητική και συναισθηματική αποσύνθεση του ανθρώπου129. Για τον λόγο αυτό, κατά τον Fromm, ο σκοπός της ψυχολογίας καθίσταται ηθικός, με την έννοια ότι θα πρέπει όχι μόνο να ξεσκεπάζει τις ψεύτικες ηθικές κρίσεις αλλά να αποτελεί τη βάση για την δημιουργία έγκυρων κανόνων συμπεριφοράς.


Ο ανθρωπισμός του Fromm, στηρίζεται στον μυστικισμό και πρέπει να εξεταστεί η συμβολή του ερευνητή στη συζήτηση μεταξύ της ορθόδοξης θεολογίας και του μυστικισμού. O Fromm, έχοντας την πεποίθηση ότι η ύπαρξη είναι εφικτή και πραγματική μέχρι το σημείο που είναι ελεύθερη από κατοχή, ερμηνεύει τη μυστικιστική εμπειρία του Ενός, και απαντά σε εκείνες τις ερωτήσεις που σχετίζονται με την υποστήριξη του θεολόγου ότι η θεολογία ενδιαφέρεται για τη μυστική αυτή εμπειρία. Η κατοχή ή υπόσταση κάποιας εναλλαγής αποκαλύπτει τον όρο για τη δυνατότητα της θρησκευτικής εμπειρίας γενικά και δημιουργεί έναν δεσμό μεταξύ της στήριξης της θρησκευτικής και της εμπειρικής εμπειρίας. συνδυάζει την επιστημονική γνώση και τη θρησκευτική εμπειρία αλλά μπορεί επίσης να στηρίξει και τις δυο έννοιες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η αλήθεια και η σύνδεση της επιστημονικής γνώσης και της εμπιστοσύνης σε αυτές να έχουν την απόλυτη στήριξή τους στη θρησκευτική εμπειρία, αφ’ ενός και, αφ’ ετέρου, η θρησκευτική εμπειρία να έχει τη στήριξή της στην εμπειρική δραστηριότητα που η επιστήμη καθιστά πιθανή. Γι’ αυτόν τον λόγο, η μυστικιστική εμπειρία του Ενός, δεν είναι μια απλή μετάβαση σε ενός είδους υπερβατικότητα ή παραλογισμό. Δεν είναι καν μία μυστηριακή ατμόσφαιρα της πραγματικότητας (άλλωστε, ο μυστικισμός είναι σε μεγάλο βαθμό αντίθετος από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα). Αντιπροσωπεύει τη συνεπή, αν όχι τη συνεχή, συνειδητοποίηση της εμπειρίας ότι το άτομο έχει φτάσει στο βαθμό να αρνείται έναν προσδιορισμό της ζωής του με βάση το τι έχει και το τι μπορεί να έχει. Η εμπειρία του Ενός ανακαλύπτει ότι με την άρνηση όλων των πιθανών προσδιορισμών της ανθρώπινης ύπαρξης, της ενότητας με τον εαυτό, ο φυσικός και ανθρώπινος περιβάλλων κόσμος γίνεται δυνατός και μόνο μέσα από την ελευθερία όλης της ετερονομίας μπορεί να εκτυλιχθεί ο λόγος και η αγάπη134. Ο Fromm δέχεται ότι ο άνθρωπος, ανίκανος να προσφύγει στην αποκάλυψη ή τον λόγο, υιοθέτησε τη θέση ότι «οι κρίσεις αξιών και οι ηθικοί κανόνες είναι αποκλειστικά θέματα προτίμησης και ότι καμία αντικειμενικά έγκυρη δήλωση δεν μπορεί εν σχέση προς αυτές. Δεδομένου όμως του γεγονότος ότι το άτομο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αξίες και κανόνες, αυτός ο σχετικισμός του, δημιουργεί ένα εύκολο θήραμα για τα παράλογα συστήματα αξιών της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας καθώς και για αιτήματα του κράτους ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί ενθουσιασμό για τις μαγικές ιδιότητες των ισχυρών ηγετών και μηχανισμών ενώ η υλική επιτυχία καθίσταται η κύρια πηγή για τους κανόνες και τις αξίες του.»135. Με τον αγώνα αυτόν ωριμάζει σταδιακά ο πιστός και αισθάνεται όλο και περισσότερο τη χαρά της τήρησης των εντολών του Θεού, τη χαρά της άσκησης της αρετής. Η πλήρης όμως γνώση του ανθρώπου νοητικά είναι δυνατή και μπορεί να λάβει χώρα μόνον στην πράξη της αγάπης.



Ο σύγχρονος, αλλοτριωμένος και φοβισμένος άνθρωπος είναι ελάχιστα ικανός για αγάπη. Χρειάζεται γνώση σχετικά με τις προσεγγίσεις του. Η ψυχολογία βοηθά αλλά μόνον ως υποκατάστατο της αγάπης

. Για τον Fromm η πίστη στον Θεό φαίνεται να έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της αμαρτίας και της λύτρωσης του ανθρώπου με την άσκηση της αγάπης και την ταπεινοφροσύνη. Όμως η θρησκεία συνθηκολόγησε και συμβιβάσθηκε με την κοσμική εξουσία, κάτω από ένα ευρύ πλέγμα συμφερόντων, διχάζοντας τους ανθρώπους. Αφού, κατά τον Fromm, τα χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης είναι φροντίδα, ευθύνη, σεβασμός και γνώση, θα μπορούσε κανείς να δεχτεί την καλλιέργεια όλων αυτών σε ατομικό επίπεδο για την έξοδο του ανθρώπου από το περίβλημα της αμαρτίας και την λύτρωσή του κάτω από ένα υπερβατικό, άφθαρτο μανδύα, που θα ενισχύει την ισότητα όλων και την βιωματική έκφραση της αγάπης για όλη την ανθρωπότητα. Μια παραγωγική ανταλλαγή ανάμεσα στην ορθόδοξη θεολογία και την ηθική και τον ανθρωπισμό του Fromm πρέπει να σεβαστεί αυτό το χαρακτηριστικό της έννοιας του ανθρωπισμού του, ο οποίος είναι και επιστημονικός και θρησκευτικός.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου