Τι είναι η αυτοεκτίμηση και πώς μετράται σύμφωνα με ειδικούς; .
Όπως πρώτος ισχυρίστηκε ο James (1890-1963), ως ενήλικοι διαμορφώνουμε μια σφαιρική άποψη για την αξία μας ως άτομα πέραν των αυτοπεριγραφών και των αυτοαξιολογήσεών μας στους διάφορους τομείς της ζωής μας. Αυτή η σφαιρική άποψη είναι η αυτοεκτίμησή μας. Η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις προσωπικές φιλοδοξίες, (επιδιώξεις) και τις υποκειμενικές αξιολογήσεις του ατόμου σχετικά με την επίτευξη ή όχι των επιδιωκόμενων στόχων του. Ο ίδιος πρότεινε μια μαθηματική σχέση, η οποία ορίζει την αυτοεκτίμηση ως το πηλίκο των επιτυχιών του ατόμου προς τις επιδιώξεις ή φιλοδοξίες του: Αυτοεκτίμηση = επιτυχίες/επιδιώξεις.Υιοθετώντας την άποψη του James o Rosenberg όρισε την αυτοεκτίμηση ως τη ≪θετική ή αρνητική στάση του ατόμου ως προς τον εαυτό του≫.
Σύμφωνα με τη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης,
η έννοια της αυτοεκτίμησης αναδύεται όταν το άτομο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις απόψεις της κοινωνίας
Η μεταφορική του έκφραση για τον ≪καθρεπτιζόμενο
εαυτό≫ (looking-glass self) αναφέρεται στην άποψή του ότι ο εαυτός αποτελεί την αντανακλώμενη εκτίμηση ≪σημαντικών άλλων≫ που συνιστούν τον καθρέπτη τον
οποίο ατενίζουμε επιζητώντας πληροφόρηση σχετικά με τον εαυτό μας. Προσπαθούμε δηλαδή να εκτιμήσουμε τη γνώμη ή τις στάσεις που έχουν οι άλλοι για τον εαυτό μας και μετά εσωτερικοποιούμε τις στάσεις αυτές στο δικό μας ψυχισμό.
Στη θεωρία του περί αυτοεκτίμησης ο Mead (1934) υπογραμμίζει με τη σειρά του ότι η κοινωνία είναι αυτή που δίνει μορφή και νόημα στην αντίληψη του ατόμου για
τον εαυτό του. Αυτός ο ≪γενικευμένος άλλος≫ (generalized other) αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στην έννοια του εαυτού ως αποτέλεσμα της κοινωνικής
αλληλεπίδρασης μέσα από ένα συμβολικό σύστημα επικοινωνίας.
Τόσο ο Cooley (1902) όσο και ο Mead (1934) πιστεύουν ότι οι διατομικές διαφορές στην αυτοεκτίμηση οφείλονται στο γεγονός ότι η έννοια του “γενικευμένου
άλλου” ποικίλει ανά άτομο, ανάλογα με το είδος των αξιών που ασπάζεται, αλλά και ανάλογα με το βαθμό σπουδαιότητας που τους αποδίδει η κοινωνία.
Όπως αναφέρει η Μακρή - Μπότσαρη (2001) ο Coopersmith ορίζει την αυτοεκτίμηση ως την αξιολόγηση που το άτομο κάνει και συνήθως διατηρεί σε σχέση με τον εαυτό του. Αυτή εκφράζει μία στάση αποδοχής ή αποδοκιμασίας που δείχνει
το βαθμό στον οποίο το άτομο πιστεύει ότι είναι ικανό, σημαντικό, επιτυχημένο και άξιο.
Η προσέγγιση του Ziller (1973) στην αυτοεκτίμηση γίνεται μέσα στο πλαίσιο της
κοινωνικής δομής του εαυτού. Ο εαυτός ορίζεται σε σχέση με “σημαντικούς άλλους”και η αυτοαξιολόγηση αναδύεται κυρίως μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον Burns τρία κύρια σημεία
φαίνεται ότι σχετίζονται με την αυτοαξιολόγηση. Το πρώτο σημείο είναι η σύγκριση της αυτοεικόνας κάποιου με την ιδανική εικόνα του εαυτού ή το είδος του ατόμου που
θα ήθελε να είναι. Το δεύτερο σημείο αφορά την εσωτερικοποίηση της εκτίμησης της
κοινωνίας. Το τρίτο σημείο αναφέρεται στην αξιολόγηση του ατόμου για τον εαυτό του ως σχετικά επιτυχημένου ή αποτυχημένου στην άσκηση αυτού που συνεπάγεται
η ταυτότητά του. Δε σημαίνει ότι αυτό που κάποιος κάνει είναι αφ΄εαυτού καλό, αλλά ότι κάποιος είναι καλός σε αυτό που κάνει. Κατά την Ball (1993) εκείνο που νομίζουμε ή πιστεύουμε για τον εαυτό μας
καθορίζει την αυτοεκτίμησή μας. Όταν υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση υπάρχει και το πιστεύω ότι δεν είμαι αρκετά καλός. Αυτό συχνά συνοδεύεται από αρνητικά
συναισθήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα των σκέψεων και των πιστεύω. Τα συναισθήματα που συνδέονται με τις σκέψεις ότι δεν είμαι αρκετά καλός είναι ψυχικά
τραύματα, κατάθλιψη, ανησυχία, αναβλητικότητα, θυμός και πολύ συχνά ντροπή. Οι απόψεις κάθε ατόμου για την αυτο-αποτελεσματικότητά
του καθορίζουν πόση προσπάθεια θα καταβάλλει και για πόσο χρονικό διάστημα θα επιμείνει ενώπιον δυσκολιών ή αντίξοων καταστάσεων. Από την καθημερινή εμπειρία γνωρίζουμε ότι στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τα άτομα που έχουν σοβαρές αμφιβολίες για τις ικανότητές τους θα μειώσουν την προσπάθεια ή θα την
εγκαταλείψουν τελείως. Αντίθετα, άτομα που έχουν υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας θα καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να
ανταποκριθούν στις προκλήσεις και να υπερβούν τις δυσκολίες (Bandura , 1981).
Τέλος οι αντιλήψεις σχετικά με τις ικανότητές μας επηρεάζουν τόσο τα γνωστικά μας σχήματα όσο και τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις κατά τη διάρκεια των συναλλαγών μας με το περιβάλλον, είτε όταν αυτές συμβούν είτε όταν περιμένουμε
να συμβούν. Όσοι κρίνουν τον εαυτό τους αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, διακατέχονται από αισθήματα ανικανότητας και
φαντάζονται τις πιθανές δυσκολίες ως μεγαλύτερες και πιο ανυπέρβλητες από ότι είναι στην πραγματικότητα. Τέτοιες σκέψεις αναποτελεσματικότητας δημιουργούν
άγχος και εμποδίζουν τη δραστηριοποίηση του ατόμου ως προς την επίτευξη στόχων και την αντιμετώπιση καταστάσεων.
Αντίθετα άτομα με υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας επιστρατεύουν όλη την προσοχή και την προσπάθειά τους στην αντιμετώπιση των καταστάσεων και αντί
να αναστείλουν τη δράση λόγω των εμποδίων, καταβάλλουν ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια
Όπως πρώτος ισχυρίστηκε ο James (1890-1963), ως ενήλικοι διαμορφώνουμε μια σφαιρική άποψη για την αξία μας ως άτομα πέραν των αυτοπεριγραφών και των αυτοαξιολογήσεών μας στους διάφορους τομείς της ζωής μας. Αυτή η σφαιρική άποψη είναι η αυτοεκτίμησή μας. Η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις προσωπικές φιλοδοξίες, (επιδιώξεις) και τις υποκειμενικές αξιολογήσεις του ατόμου σχετικά με την επίτευξη ή όχι των επιδιωκόμενων στόχων του. Ο ίδιος πρότεινε μια μαθηματική σχέση, η οποία ορίζει την αυτοεκτίμηση ως το πηλίκο των επιτυχιών του ατόμου προς τις επιδιώξεις ή φιλοδοξίες του: Αυτοεκτίμηση = επιτυχίες/επιδιώξεις.Υιοθετώντας την άποψη του James o Rosenberg όρισε την αυτοεκτίμηση ως τη ≪θετική ή αρνητική στάση του ατόμου ως προς τον εαυτό του≫.
Σύμφωνα με τη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης,
η έννοια της αυτοεκτίμησης αναδύεται όταν το άτομο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις απόψεις της κοινωνίας
Η μεταφορική του έκφραση για τον ≪καθρεπτιζόμενο
εαυτό≫ (looking-glass self) αναφέρεται στην άποψή του ότι ο εαυτός αποτελεί την αντανακλώμενη εκτίμηση ≪σημαντικών άλλων≫ που συνιστούν τον καθρέπτη τον
οποίο ατενίζουμε επιζητώντας πληροφόρηση σχετικά με τον εαυτό μας. Προσπαθούμε δηλαδή να εκτιμήσουμε τη γνώμη ή τις στάσεις που έχουν οι άλλοι για τον εαυτό μας και μετά εσωτερικοποιούμε τις στάσεις αυτές στο δικό μας ψυχισμό.
Στη θεωρία του περί αυτοεκτίμησης ο Mead (1934) υπογραμμίζει με τη σειρά του ότι η κοινωνία είναι αυτή που δίνει μορφή και νόημα στην αντίληψη του ατόμου για
τον εαυτό του. Αυτός ο ≪γενικευμένος άλλος≫ (generalized other) αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στην έννοια του εαυτού ως αποτέλεσμα της κοινωνικής
αλληλεπίδρασης μέσα από ένα συμβολικό σύστημα επικοινωνίας.
Τόσο ο Cooley (1902) όσο και ο Mead (1934) πιστεύουν ότι οι διατομικές διαφορές στην αυτοεκτίμηση οφείλονται στο γεγονός ότι η έννοια του “γενικευμένου
άλλου” ποικίλει ανά άτομο, ανάλογα με το είδος των αξιών που ασπάζεται, αλλά και ανάλογα με το βαθμό σπουδαιότητας που τους αποδίδει η κοινωνία.
Όπως αναφέρει η Μακρή - Μπότσαρη (2001) ο Coopersmith ορίζει την αυτοεκτίμηση ως την αξιολόγηση που το άτομο κάνει και συνήθως διατηρεί σε σχέση με τον εαυτό του. Αυτή εκφράζει μία στάση αποδοχής ή αποδοκιμασίας που δείχνει
το βαθμό στον οποίο το άτομο πιστεύει ότι είναι ικανό, σημαντικό, επιτυχημένο και άξιο.
Η προσέγγιση του Ziller (1973) στην αυτοεκτίμηση γίνεται μέσα στο πλαίσιο της
κοινωνικής δομής του εαυτού. Ο εαυτός ορίζεται σε σχέση με “σημαντικούς άλλους”και η αυτοαξιολόγηση αναδύεται κυρίως μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον Burns τρία κύρια σημεία
φαίνεται ότι σχετίζονται με την αυτοαξιολόγηση. Το πρώτο σημείο είναι η σύγκριση της αυτοεικόνας κάποιου με την ιδανική εικόνα του εαυτού ή το είδος του ατόμου που
θα ήθελε να είναι. Το δεύτερο σημείο αφορά την εσωτερικοποίηση της εκτίμησης της
κοινωνίας. Το τρίτο σημείο αναφέρεται στην αξιολόγηση του ατόμου για τον εαυτό του ως σχετικά επιτυχημένου ή αποτυχημένου στην άσκηση αυτού που συνεπάγεται
η ταυτότητά του. Δε σημαίνει ότι αυτό που κάποιος κάνει είναι αφ΄εαυτού καλό, αλλά ότι κάποιος είναι καλός σε αυτό που κάνει. Κατά την Ball (1993) εκείνο που νομίζουμε ή πιστεύουμε για τον εαυτό μας
καθορίζει την αυτοεκτίμησή μας. Όταν υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση υπάρχει και το πιστεύω ότι δεν είμαι αρκετά καλός. Αυτό συχνά συνοδεύεται από αρνητικά
συναισθήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα των σκέψεων και των πιστεύω. Τα συναισθήματα που συνδέονται με τις σκέψεις ότι δεν είμαι αρκετά καλός είναι ψυχικά
τραύματα, κατάθλιψη, ανησυχία, αναβλητικότητα, θυμός και πολύ συχνά ντροπή. Οι απόψεις κάθε ατόμου για την αυτο-αποτελεσματικότητά
του καθορίζουν πόση προσπάθεια θα καταβάλλει και για πόσο χρονικό διάστημα θα επιμείνει ενώπιον δυσκολιών ή αντίξοων καταστάσεων. Από την καθημερινή εμπειρία γνωρίζουμε ότι στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τα άτομα που έχουν σοβαρές αμφιβολίες για τις ικανότητές τους θα μειώσουν την προσπάθεια ή θα την
εγκαταλείψουν τελείως. Αντίθετα, άτομα που έχουν υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας θα καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να
ανταποκριθούν στις προκλήσεις και να υπερβούν τις δυσκολίες (Bandura , 1981).
Τέλος οι αντιλήψεις σχετικά με τις ικανότητές μας επηρεάζουν τόσο τα γνωστικά μας σχήματα όσο και τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις κατά τη διάρκεια των συναλλαγών μας με το περιβάλλον, είτε όταν αυτές συμβούν είτε όταν περιμένουμε
να συμβούν. Όσοι κρίνουν τον εαυτό τους αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, διακατέχονται από αισθήματα ανικανότητας και
φαντάζονται τις πιθανές δυσκολίες ως μεγαλύτερες και πιο ανυπέρβλητες από ότι είναι στην πραγματικότητα. Τέτοιες σκέψεις αναποτελεσματικότητας δημιουργούν
άγχος και εμποδίζουν τη δραστηριοποίηση του ατόμου ως προς την επίτευξη στόχων και την αντιμετώπιση καταστάσεων.
Αντίθετα άτομα με υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας επιστρατεύουν όλη την προσοχή και την προσπάθειά τους στην αντιμετώπιση των καταστάσεων και αντί
να αναστείλουν τη δράση λόγω των εμποδίων, καταβάλλουν ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια