Σελίδες

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η μεγάλη σημασία του παιχνιδιού στην ομαλή ανάπτυξη του παιδιού, διατυπώθηκε σε έρευνα του Scheuerl (1991) η οποία αναφέρει τη μεγάλη σημασία όλων των ειδών παιχνιδιού και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην προσχολική ηλικία.

Ειδικότερα το παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού υπερβαίνει τη μέση ηλικία του, γιατί το παιχνίδι εμπεριέχει όλες τις αναπτυξιακές τάσεις σε συμπυκνωμένη μορφή και αποτελεί αυτό καθεαυτό μια μείζονα πηγή ανάπτυξης, όπως υποστηρίζει ο Vygotsky. Στον ψυχισμό του παιδιού προσχολικής ηλικίας, μέσω του παιχνιδιού συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές που προετοιμάζουν το έδαφος για τη μετάβαση σε ένα νέο επίπεδο Η ανάπτυξη των νηπίων σωματικά, νοητικά, κοινωνικά και συναισθηματικά, δηλαδή η ολόπλευρη και ισόρροπη ανάπτυξη, πρέπει να αποτελεί βασικό σκοπό στην εκπαίδευση.

Συγκεκριμένα, το παιχνίδι συμβάλλει στη σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Με το παιχνίδι η κυκλοφορία του αίματος γίνεται ταχύτερη και ο μεταβολισμός πληρέστερος, ενδυναμώνεται το νευρικό σύστημα, ασκείται ο οργανισμός του παιδιού και τελειοποιούνται τα μέλη του σώματος. Η μυϊκή δύναμη, η ευκαμψία των αρθρώσεων και του σώματος, η ευλυγισία, η ακρίβεια και η χάρη των κινήσεων, η επιδεξιότητα, η αντοχή στην κόπωση, η ισορροπία και άλλες

Το παιχνίδι συμβάλλει, επίσης, στη διανοητική ανάπτυξη του παιδιού και περιγράφεται από ως η υπέρτατη φάση στη λειτουργία του παιδιού Πιο συγκεκριμένα, ο Piaget θεωρεί ότι το παιχνίδι προκαλεί στο παιδί μια πραγματική εσωτερική ανάγκη για άσκηση της νοημοσύνης και της περιέργειάς του Αναπτύσσει την ικανότητα αναπαράστασης, το συμβολισμό, τη μίμηση και τη φαντασία. Οι λειτουργίες αυτές αναγκάζουν το παιδί να επιστρατεύσει τη μνήμη του για να θυμηθεί και να συνδέσει τα γεγονότα λογικά. Το παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ανακαλεί στο μυαλό του τις ανάλογες παραστάσεις και τις τοποθετεί σε κάποια λογική σειρά Με το παιχνίδι υπάρχει μια σταδιακή μετακίνηση από ασυνείδητες και παρορμητικές πράξεις σε συνειδητές, προμελετημένες πράξεις. Η ακολουθία πράξη – λόγος – σκέψη μεταβάλλεται στην αντιστροφή: σκέψη – λόγος – πράξη (Brostrom, 2001).

Η λύση των διανοητικών προβλημάτων στην προσχολική ηλικία πραγματοποιείται όχι στο πλαίσιο κάποιας γνωστικής μαθησιακής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει με ένα παιδί της σχολικής ηλικίας, αλλά σε σχέση με πρακτικά κίνητρα και κίνητρα παιχνιδιού. Τα μικρότερα παιδιά της προσχολικής ηλικίας έχουν μια γενική τάση να μετατρέπουν τα διανοητικά προβλήματα σε παιχνίδια

Το παιδί, όταν παίζει, χρησιμοποιεί πολλές πνευματικές ενέργειες. Συγκεντρώνει την προσοχή του, αντιλαμβάνεται διάφορες καταστάσεις, αποφασίζει γρήγορα, παίρνει πρωτοβουλίες, αναλαμβάνει ευθύνες, παίρνει θέση. Αυξάνει τις εμπειρίες του πάνω σε θέματα γνωστικής φύσης, εξελίσσει διάφορες πνευματικές δεξιότητες, πειθαρχεί το πνεύμα του, αναπτύσσει το συλλογισμό του και γενικά τονώνει τις διανοητικές του λειτουργίες

Το παιχνίδι θεωρείται συνυφασμένο με τις διαδικασίες συγκρότησης του εαυτού. Η μετάβαση από το μοναχικό παιχνίδι στο συλλογικό ή στο παιχνίδι με κανόνες, περιγράφει την πορεία από την τοποθέτηση του εαυτού σε υποθετικές καταστάσεις, μέσω της ερμηνείας κοινωνικών ρόλων, έως την τοποθέτηση του εαυτού στη θέση του άλλου με την ταυτόχρονη ερμηνεία του ρόλου του εαυτού

Στο ομαδικό παιχνίδι δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να συνειδητοποιήσει, ότι το ατομικό του συμφέρον εξαρτάται από το συμφέρον της ομάδας και ότι με τη συνεργασία του η νίκη της ομάδας θα είναι και δική του νίκη. Τα παιδιά μαθαίνουν να γνωρίζουν το ένα το άλλο, να εκτιμούν, να αλληλοβοηθούνται, να συνεργάζονται και να συμμετέχουν στην ομαδική λογική του παιχνιδιού.

Σημαντική είναι και η επίδραση που ασκεί το παιχνίδι στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Με την επιτυχία και προβολή που αποκτά το παιδί μέσω του παιχνιδιού, βελτιώνει την εικόνα για τον εαυτό του, ξεπερνά τις αναστολές του, αυξάνει την αυτοπεποίθησή του και αναπτύσσει σεβασμό για την προσωπικότητα των άλλων. Εκτονώνονται βίαια συναισθήματα οργής, ζηλοτυπίας, μνησικακίας και αποκαθίσταται η συναισθηματική του ισορροπία Όπως αναφέρει ο Winnicott (1980), το παιδί που παίζει κατέχει ένα χώρο τον οποίο δεν μπορεί εύκολα να εγκαταλείψει, ούτε όμως μπορεί εύκολα να δεχθεί εισβολές σε αυτόν το χώρο. Αυτή η περιοχή του παιχνιδιού δεν είναι εσωτερική ψυχική πραγματικότητα, ούτε εξωτερικός κόσμος. Σε αυτήν την περιοχή παιχνιδιού, το παιδί συσσωρεύει αντικείμενα ή φαινόμενα από την εξωτερική πραγματικότητα και τα θέτει ως κάτι δικό του.Αυτός είναι ο χώρος που ξαναβρίσκει το παιδί την ψυχική του ισορροπία, μετά από μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση Έτσι, το παιδί έχει τη δυνατότητα να εκφράσει βιώματα και συναισθήματα και το παιχνίδι μπορεί να γίνει άριστο διαγνωστικό – θεραπευτικό μέσα

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Ο ΔΕΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΟΝΙΟ, Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΟ

Σύμφωνα με τους μελετητές, δεν υπάρχει ένα σωστό είδος δεσμού βρέφους –γονιού, που να εναρμονίζεται με κάθε πλαίσιο πολιτισμού. Πολλοι ερευνητές πιστεύουν ότι μπορούμε να εντοπίσουμε γενικά δείγματα Αποφάσισαν να κατηγοριοποιήσουν τις αντιδράσεις των βρεφών, αφήνοντας τη μητέρα, ή παιδαγωγό, να φύγει από το δωμάτιο. Παρατήρησαν τις αντιδράσεις του βρέφους όταν γύρισε, και τις κατέταξαν σε τρείς κατηγορίες.

Δεσμός ανασφαλής παρατηρήθηκε στη περίπτωση που ο γονιός ή παιδαγωγός είναι στο δωμάτιο, και τα βρέφη δεν δίνουν σημασία πού κάθεται. Φεύγει, και όταν ξαναγυρίζει στο δωμάτιο τα παιδιά περισσότερο απομακρύνονται παρά πλησιάζουν το πρόσωπο. Ασφαλής δεσμός παρατηρήθηκε στη περίπτωση που ο γονιός ή παιδαγωγός είναι παρών, και παίζουν ευχάριστα. Όταν φύγει αναστατώνονται, και όταν επιστρέψει ξαναπαίζουν κανονικά. Αυτό το δεσμό εμφανίζει το 65% των παιδιών από μεσοαστικές οικογένειες. Ανασφαλής δεσμός ή αμφιθυμίας παρατηρήθηκε όταν τα παιδιά έχουν στην αρχή προβλήματα με τους ξένους. Μένουν με κάποιο άγχος κοντά στο γονιό ή παιδαγωγό. Όταν φύγει και ξαναγυρίσει είναι θυμωμένα και δεν επανέρχονται Τέτοια παιδιά είναι το 12% των μεσοαστικών αμερικάνικων οικογενειών και είναι αρκετά αγχώδη.

Οι αιτίες των διαφορών στους τύπους του δεσμού, μπορεί να ύπάρχουν λόγω της ιδιοσυγκρασίας μητέρας ή παιδαγωγού, και παιδιού. Παρατηρήθηκε ότι οι διαφορές στην ευαισθησία της μητέρας καθόριζαν το δεσμό. Αν η μητέρα ή παιδαγωγός, ανταποκρινόταν άμεσα στο κλάμα του μωρού, ή στο τάισμα, το βρέφος ανέπτυσσε ασφαλή δεσμό. Τα παιδιά που μεγαλώνουν με μητέρες χωρίς ευαισθησία, οι έρευνες έδειξαν ότι αναπτύσσουν δεσμό ανασφαλή. Η στενή αλληλεπίδραση μητέρας ή παιδαγωγού,και παιδιού είναι ένα αμοιβαίο επίτευγμα. Όπως το βρέφος, έτσι και η μητέρα θέλει βρέφος που να ανταποκρίνεται στο αίσθημά της. Γίνεται μια όσμωση συναισθημάτων, συνεκτιμώντας πάντα και το πολιτισμικό πλαίσιο.Βέβαια υπάρχει το κοινό σημείο για όλους τους πολιτισμούς. Οταν το βρέφος αποχωριστεί τη μητέρα του, αντιδρά παντού με τον ίδιο τρόπο.

Οι δεσμοί μπορεί να παραμένουν σταθεροί, αλλά και μπορεί να μεταβληθούν με την ανάπτυξη.Αν η οικογένεια περνά μια δύσκολη περίοδο λόγω ανεργίας, πενίας, θανάτου,ή χωρισμού ο δεσμός πιθανόν να μεταβληθεί. Στο είδος του δεσμού όπως αναφέρθηκε, συνεκτιμώνται και οι πολιτισμικές επιδράσεις, π.χ. στα Κιμπούτς του Ισραήλ (συνεταιριστικά αγροκτήματα) όταν παρατηρήθηκαν στα 11 εως 14 μηνών βρέφη τα μισά παιδιά κρίθηκαν με ανασφαλή αμφιθυμικό δεσμό, και μόνο το 37% κατηγοριοποιήθηκαν σε ασφαλή δεσμό.

Χαμηλό ποσοστό παιδιών με ασφαλή δεσμό παρατηρήθηκε στη Γερμανία Μετά όμως από εκτενείς παρατηρήσεις οι ερευνητές απέρριψαν το ό,τι οι Γερμανοί γονείς ήταν αδιάφοροι προς τα παιδιά τους. Μεγάλο επίσης ποσοστό παιδιών με ανασφαλή δεσμό βρέθηκε και σε παραδοσιακές ιαπωνικές οικογένειες, και αυτό οφείλεται στο ότι οι μητέρες προάγουν σχέση έντονης εξάρτησης, μη αφήνοντας τα παιδιά τους σε άλλο πρόσωπο. Συνεπώς για αυτά τα παιδιά είναι ψυχοφθόρο να μένουν μόνα τους με ένα άγνωστο. Παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει ενας μόνο παράγοντας που να καθορίζει το τύπο του δεσμού. Η διαφορά των γονιών ή παιδαγωγών, η κληρονομικότητα, το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανήκουν τα παιδιά και άλλες συνθήκες, δημιουργούν ποικίλες εξελικτικές οδούς, και ερμηνείες αυτών των οδών.
Εχει παρατηρηθεί στις έρευνες, ότι τα κορίτσια αντιδρούν με μεγαλύτερη ευαισθησία σε ένα βλέμμα της μητέρας από ότι τα αγόρια Καθώς μεγαλώνουν τα βρέφη αρχίζει και ατονεί η μητέρα ή παιδαγωγός ως πηγή πληροφοριών.

Συνήθως τα βρέφη με ασφαλή δεσμό, γίνονται ενήλικες με μεγαλύτερη ασφάλεια μέσα τους, πιο αυτόνομα, λύνουν τα προβλήματα άμεσα, και προσαρμόζονται στις καταστάσεις ευκολότερα. Καθήκον έχουν οι μητέρες, στα πλαίσια του νεωτερισμού, να μην απομακρύνονται από το μητρικό ένστικτο(γιατί απαυτό πηγάζουν πολλά αρνητικά )έστω και αν οι μητέρες δεν το συνειδητοποιούν.