Η φιλοσοφία του 17ου και 18 ου αιώνα συνδέεται με
την προσπάθεια αναζήτησης της πηγής της γνώσης. Το ερώτημα αν η πηγή της γνώσης
ανάγεται στη λογική ή στην εμπειρία αναδεικνύεται σε μείζον θέμα για τους
φιλοσόφους της εποχής. Να καταδείξουμε
τις επί μέρους διαφωνίες.Στην περίοδο που ακολουθεί την Αναγέννηση, Ευρώπη διαπνέεται από έναν άνεμο ανανέωσης.
Οι παραδοσιακές αξίες για το Θεό και την ανθρώπινη ύπαρξη αμφισβητούνται, οι
αυθεντίες αποκηρύσσονται.. Στη θέση τους οικοδομείται μια νέα κοσμοαντίληψη που
έχει ως βάση της την πιστη στις ανθρώπινες ικανότητες. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα
που τα πάντα τίθενται υπό κριτική
επανεξέταση, οι φιλόσοφοι στρέφονται προς την κατάκτηση της γνώσης. Το ερώτημα
για το ποια είναι η πηγή της γνώσης αναδεικνύεται στο μείζον θέμα της νεότερης
περιόδου. Με σημείο αφετηρίας τις ιδέες του Ντεκάρτ, ο οποίος θεωρείται ο ανανεωτης του ορθολογισμού, οι φιλόσοφοι του 17ου
και 18ου αιώνα προσπαθούν να εξηγήσουν την προέλευση της γνώσης μέσα
από αντίθετες θεωρίες. Οι ορθολογιστές ή ρασιοναλιστές (από το ratio=λόγος) υποστηρίζουν ότι
η πηγή της γνώσης είναι η λογική, η καθαρή νόηση. Αντίθετα οι εμπειριστές (από
την ελληνική λέξη εμπειρία) θεωρούν ως βασική πηγή της γνώσης την αισθητηριακή
εμπειρία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το ερώτημα για την πηγή της γνώσης
είχε τεθεί ήδη από την αρχαιότητα.Ο Πλάτων στη θεωρία του για τις Ιδέες ,
υποστηρίζει ότι αυτές υπάρχουν σ ένα κόσμο
ξεχωριστό από τον εμπειρικό στον οποίο ζουν οι άνθρωποι.Κάθε τι που υπάρχει
στον κόσμο των αισθήσεων οφείλει την
ύπαρξη του στην αντίστοιχη ιδέα, άρα κάθε συγκεκριμένη γνώση είναι γνώση της αντίστοιχης
ιδέας. Οι αισθήσεις κατά τον Πλάτωνα δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στη γνώση, αφού
το έργο τους είναι να μας παρουσιάζουν μια αντικειμενική και αληθινή εικόνα των
αισθητών. Κατά τον Πλάτωνα η πρωταρχική πηγή της γνώσης είναι η νόηση. Ο
Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι η γνώση και η έρευνα ακλουθεί επαγωγική
πορεια,δηλαδή ξεκινά από το μερικό για να καταλήξει στο γενικό, απ όπου θα αποδειχτεί
και θα ερμηνεύει το μερικό.Ο Αριστοτέλης θεωρει πολύ σημαντική την εμπειρία
στην κατάκτηση της γνώσης, παραδέχεται όμως ότι η αληθινή γνώση βρίσκεται στη νοήση και το γενικό που παρουσιάζει
την αιτία των πραγμάτων.
Η
στροφή των φιλοοφων της νεότερης περιόδου στη γνωσιολογία πηγάζει από την ανάγκη τους να απεγκλωβιστούν
απο τον Αριστοτέλη και τον Μεσαιωνικό Σχολακιστικισμό, και να θεσουν νεα θεμέλια
στην ανθρώπινη γνώση και φυση.Ο Ντεκάρτ ο μεγάλος εκπρόσωπος του ορθολογισμού
στους νεώτερους χρόνους, υποστήριξε ότι η έγκυρη και βέβαιη γνώση είναι η προφανής
που βασίζεται σε σαφείς και διακριτές μεταξυ του ιδέες.Το πρότυπο αυτής της γνώσης είναι τα μαθηματικά, ενώ η μέθοδος που οδηγει στην βεβαιότητα, είναι η επαγωγική
αναλυτική.Με βαση αυτή τη βεβαιότητα θα ερμηνευτεί στη συνέχεια με τη συνθετική μέθοδο ο κόσμος της εμπειρίας. Κατά τον
Ντεκαρτ η πρωταρχική γνώση επιτυγχάνεται ενορατικά ως άμεση συνείδηση για ο, τι
συμβαίνει μεσα μας.Με αυτή την θέση του αποποιείται την προέλευση της
βεβαιότητας της γνώσης από την παράδοση και την αυθεντία, και προβάλλει ως μεσο
κατάκτησης της σίγουρης γνώσης την
αμφιβολία. Απ αυτό το σημείο ξεκινά η περίφημη φράση τους <cogito ergo sum> Σκέπτομαι άρα υπάρχω.
Ο Ντεκάρτ συνδέει τη βεβαιότητα της
ύπαρξης τους με την ύπαρξη του Θεου, ο οποίος
ως τέλειο όν, δε θα επέτρεπε την παραπλάνησή του
Ο
Σπινόζα συμφωνεί με τον Ντεκαρτ οτι η γνώση προέρχεται από σαφείς και διακριτές
ιδέες, θεωρεί όμως ότι αυτό γίνεται επαγωγικά με τη μορφή της μαθηματικής αλήθειας.
Αρνείται την τυχαιότητα των πραγμάτων, υποστηρίζοντας ότι η αποδοχή ενός γεγονότος ως τυχαίου συνεπάγεται ανεπαρκή αντίληψη της
πραγματικότητας.
Ο
Λάιμπνιτς επιχείρησε να συμβιβάσει τις
ορθολογιστικές και εμπειρικές θέσεις των
φιλοσοφων .Υποστηρίζει ότι οι μονάδες είναι πραγματικές οντοτητες. Συνεπως η
ψυχή σα μονάδα εμπεριέχει την αίσθηση και τη νόηση. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των
εν δυνάμει έμφυτων ιδεών για να εξηγήσει την ύπαρξη όλων των παραστάσεων στη
ψυχή. Πιστεύει πως ότι υπάρχει μέσα στη
ψυχή ως συνειδητή παράσταση βρισκόταν ήδη
μεσα της ασυνειδητα, και ότι η ψυχη δε θα μπορούσε να προβάλλει ως συνειδητή παρασταση κάτι που δε θα υπήρχε μέσα
της εκ των πρότερων
Ο
Λοκ ασκεί κριτική στις θέσεις των ορθολογιστών, και ισχυρίζεται ότι η γνώση
είναι επίκτητη με αφετηρία τις αισθήσεις, μέσω των οποίων αποκτάμε τις ιδέες που αντιστοιχούν στα γεγονότα του εξωτερικού
κόσμου. Αυτές οι ιδέες κατά Λοκ μετατρέπονται σε σκέψη σε αντικείμενα της νόησης.
Και συμπληρώνει για τους επικριτές του ότι αυτά δεν είναι ολοκληρωμένη γνώση αλλά
τα υλικά της γνώσης, λεγοντας ότι οι συνθετες γνωσεις προερχονται από την
αναλυση των ιδεων που προκυπτουν από την εμπειρια.Για την θεωρία του Ντεκαρτ
για την ενορατική γνώση, παραδέχεται ότι
η ενόραση σχετίζεται με τις εσωτερικές καταστασεις και δραστηριότητες,
αλλα πιστευει ότι αυτό δεν εχει καμια σχεση με την ουσια της γνωσης.Η θεωρια
αυτή του Λοκ ειχε μεγάλη σημασία για την
κοινωνική και πολιτικοηθική δομη της Ευρωπης καθως αναδεικνύει την ανθρώπινη
κριση και εμπειρία ως πρωταρχικό στοιχειό
της γνώσης.
Από
τις θεωρίες του Λοκ επηρεάστηκε ο Μπαρκλεϋ ασκώντας κριτική. Συνδέει τον
εμπειρισμό του Λοκ με τον υποκειμενισμό του Ντεκαρτ. Εκφράζει την άποψη ότι αν αφαιρέσουμε
τις επιμέρους ιδιότητες δε θα μείνει τιποτα, και ότι το γενικό δεν είναι τιποτα
άλλο, από το άθροισμα πολλών συγκεκριμένων
ιδιοτήτων
Ο
Μεγάλος εμπειριστής Χιουμ, χωρίζει τις παραστάσεις που μπορεί να συλλάβει ο νους
σε εντυπώσεις, οι οποίες είναι ακούσιες
και προκύπτουν άμεσα από τις αισθήσεις, οι οποιες δεν είναι άμεσα
διακριτές και προκύπτουν από τη σκεψη,το συλλογισμό, τη μνημη, η τη φαντασία ως αντίγραφα των εντυπώσεων.
Ο Χιουμ αμφισβητεί οποιαδήποτε αναγκαία σχέση αιτιότητας στα φυσικά φαινόμενα,
θεωρώντας τα ως γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Πιστεύει ότι απλώς καποια εμπειρικά αποδεδειγμένα γεγονότα ακολουθουν χρονικά
κάποια άλλα συγκεκριμένα, και εμείς από
συνηθεια, επειδη επαναλαμβάνονται, έχουμε την προδιάθεση να τα συνδέουμε αιτιακα μεταξυ τους
Αντιπαραβάλλουμε
τον ορθολογισμό με εκπροσώπους τον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα, τον Λάιμπνιτς που
υποστηριζουν ότι η πηγή της γνώσης είναι η λογική, με τον εμπειρισμό με εκπροσώπους τον Λοκ, τον
Μπαρκλεϋ, τον Χιουμ,που θεωρούν ότι η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις και συνεπώς
απτην εμπειρία.
Η
γνωσιολογική διαδικασία στηρίζεται στις αισθήσεις και στις εμπειρίες οι οποιες
με τον λογο επεξεργάζονται κατανοούνται και συγκρίνονται με αποτέλεσμα να δημιουργείται
η βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνώση, όπως η έννοια, η κρίση, και η συλλογιστική
σκέψη.
((Cottingham J.G φιλοσοφία της επιστήμης.
Τόμος Α. Οι ορθολογιστές. Οι εμπειριστές Σ. Τσουρτη, Χρυσης Στάχυ. Αθήνα 2000
WindelbandW.-Heimsoeth H. Εγχειρίδιο Ιστορίας της
Φιλοσοφίας Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995))