Σελίδες

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ


  Οι γονείς έχουν πειστεί τι προσφέρει το παιχνίδι στην ανάπτυξη του παιδιού; Όχι φυσικά το ηλεκτρονικό! Ας δούμε τι λένε οι ειδικοί

Παιδί και παιχνίδι!!
Η μεγάλη σημασία του παιχνιδιού στην ομαλή ανάπτυξη του παιδιού, διατυπώθηκε σε έρευνα του Scheuerl (1991) η οποία αναφέρει τη μεγάλη σημασία όλων των ειδών παιχνιδιού και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην προσχολική ηλικία.
Ειδικότερα το παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού υπερβαίνει τη μέση ηλικία του, γιατί το παιχνίδι εμπεριέχει όλες τις αναπτυξιακές τάσεις σε συμπυκνωμένη μορφή και αποτελεί αυτό καθεαυτό μια μείζονα πηγή ανάπτυξης, όπως υποστηρίζει ο Vygotsky. Στον ψυχισμό του παιδιού προσχολικής ηλικίας, μέσω του παιχνιδιού συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές που προετοιμάζουν το έδαφος για τη μετάβαση σε ένα νέο επίπεδο Η ανάπτυξη των νηπίων σωματικά, νοητικά, κοινωνικά και συναισθηματικά, δηλαδή η ολόπλευρη και ισόρροπη ανάπτυξη, πρέπει να αποτελεί βασικό σκοπό στην εκπαίδευση.

Συγκεκριμένα, το παιχνίδι συμβάλλει στη σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Με το παιχνίδι η κυκλοφορία του αίματος γίνεται ταχύτερη και ο μεταβολισμός πληρέστερος, ενδυναμώνεται το νευρικό σύστημα, ασκείται ο οργανισμός του παιδιού και τελειοποιούνται τα μέλη του σώματος. Η μυϊκή δύναμη, η ευκαμψία των αρθρώσεων και του σώματος, η ευλυγισία, η ακρίβεια και η χάρη των κινήσεων, η επιδεξιότητα, η αντοχή στην κόπωση, η ισορροπία και άλλες

Το παιχνίδι συμβάλλει, επίσης, στη διανοητική ανάπτυξη του παιδιού και περιγράφεται από ως η υπέρτατη φάση στη λειτουργία του παιδιού Πιο συγκεκριμένα, ο Piaget θεωρεί ότι το παιχνίδι προκαλεί στο παιδί μια πραγματική εσωτερική ανάγκη για άσκηση της νοημοσύνης και της περιέργειάς του Αναπτύσσει την ικανότητα αναπαράστασης, το συμβολισμό, τη μίμηση και τη φαντασία. Οι λειτουργίες αυτές αναγκάζουν το παιδί να επιστρατεύσει τη μνήμη του για να θυμηθεί και να συνδέσει τα γεγονότα λογικά. Το παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ανακαλεί στο μυαλό του τις ανάλογες παραστάσεις και τις τοποθετεί σε κάποια λογική σειρά Με το παιχνίδι υπάρχει μια σταδιακή μετακίνηση από ασυνείδητες και παρορμητικές πράξεις σε συνειδητές, προμελετημένες πράξεις. Η ακολουθία πράξη – λόγος – σκέψη μεταβάλλεται στην αντιστροφή: σκέψη – λόγος – πράξη (Brostrom, 2001).

Η λύση των διανοητικών προβλημάτων στην προσχολική ηλικία πραγματοποιείται όχι στο πλαίσιο κάποιας γνωστικής μαθησιακής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει με ένα παιδί της σχολικής ηλικίας, αλλά σε σχέση με πρακτικά κίνητρα και κίνητρα παιχνιδιού. Τα μικρότερα παιδιά της προσχολικής ηλικίας έχουν μια γενική τάση να μετατρέπουν τα διανοητικά προβλήματα σε παιχνίδια

Το παιδί, όταν παίζει, χρησιμοποιεί πολλές πνευματικές ενέργειες. Συγκεντρώνει την προσοχή του, αντιλαμβάνεται διάφορες καταστάσεις, αποφασίζει γρήγορα, παίρνει πρωτοβουλίες, αναλαμβάνει ευθύνες, παίρνει θέση. Αυξάνει τις εμπειρίες του πάνω σε θέματα γνωστικής φύσης, εξελίσσει διάφορες πνευματικές δεξιότητες, πειθαρχεί το πνεύμα του, αναπτύσσει το συλλογισμό του και γενικά τονώνει τις διανοητικές του λειτουργίες

Το παιχνίδι θεωρείται συνυφασμένο με τις διαδικασίες συγκρότησης του εαυτού. Η μετάβαση από το μοναχικό παιχνίδι στο συλλογικό ή στο παιχνίδι με κανόνες, περιγράφει την πορεία από την τοποθέτηση του εαυτού σε υποθετικές καταστάσεις, μέσω της ερμηνείας κοινωνικών ρόλων, έως την τοποθέτηση του εαυτού στη θέση του άλλου με την ταυτόχρονη ερμηνεία του ρόλου του εαυτού

Στο ομαδικό παιχνίδι δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να συνειδητοποιήσει, ότι το ατομικό του συμφέρον εξαρτάται από το συμφέρον της ομάδας και ότι με τη συνεργασία του η νίκη της ομάδας θα είναι και δική του νίκη. Τα παιδιά μαθαίνουν να γνωρίζουν το ένα το άλλο, να εκτιμούν, να αλληλοβοηθούνται, να συνεργάζονται και να συμμετέχουν στην ομαδική λογική του παιχνιδιού.

Σημαντική είναι και η επίδραση που ασκεί το παιχνίδι στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Με την επιτυχία και προβολή που αποκτά το παιδί μέσω του παιχνιδιού, βελτιώνει την εικόνα για τον εαυτό του, ξεπερνά τις αναστολές του, αυξάνει την αυτοπεποίθησή του και αναπτύσσει σεβασμό για την προσωπικότητα των άλλων. Εκτονώνονται βίαια συναισθήματα οργής, ζηλοτυπίας, μνησικακίας και αποκαθίσταται η συναισθηματική του ισορροπία Όπως αναφέρει ο Winnicott (1980), το παιδί που παίζει κατέχει ένα χώρο τον οποίο δεν μπορεί εύκολα να εγκαταλείψει, ούτε όμως μπορεί εύκολα να δεχθεί εισβολές σε αυτόν το χώρο. Αυτή η περιοχή του παιχνιδιού δεν είναι εσωτερική ψυχική πραγματικότητα, ούτε εξωτερικός κόσμος. Σε αυτήν την περιοχή παιχνιδιού, το παιδί συσσωρεύει αντικείμενα ή φαινόμενα από την εξωτερική πραγματικότητα και τα θέτει ως κάτι δικό του.Αυτός είναι ο χώρος που ξαναβρίσκει το παιδί την ψυχική του ισορροπία, μετά από μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση Έτσι, το παιδί έχει τη δυνατότητα να εκφράσει βιώματα και συναισθήματα και το παιχνίδι μπορεί να γίνει άριστο διαγνωστικό – θεραπευτικό μέσα

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Διακοπές απτο σχολείο, δε σημαίνει ότι διακόπτεις το βιβλίο




Οι διακοπές είναι για να ξεκουράζονται τα παιδιά, -όχι με ένα λαπτοπ  απτο πρωί μέχρι το βράδυ,- η να χαζοκάθονται και να  παίζουν παιχνίδια ηλεκτρονικά.  Η να λένε με τους φίλους τους ότι έλεγαν και το Χειμώνα χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο 100 λέξεων…Αλλά.

Να διαπαιδαγωγούνται, να έρχονται σε επαφή με ανθρώπους όλων των ηλικιών, να πηγαίνουν σε πολλά περιβάλλοντα(επισκέψεις σε νοσοκομεία, μεταφορά με τα Μ.Μ.Μ) θέατρα, σινεμά πάρτι παραλίες συναυλίες ώστε να μαθαίνουν να παίζουν ρόλους, να ψυχαγωγούνται, να διασκεδάζουν,  να εμβολιάζονται κοινωνικά, και να ζυμώνονται. Έτσι μαθαίνουν να ζυγίζουν τον απέναντι…

Μέσα στις διακοπές που εχουν πολύ χρόνο, είναι να έρχονται  σε επαφή κ με τα βιβλία τους, εξωσχολικά και σχολικά, ξεκούραστα,  ώστε να μη πλαδαρεύει το πνεύμα τους. Να τα φυλλομετρούν, να τα παρατηρούν ,να νοιώθουν ότι είναι ένα κομμάτι απτον εαυτό τους.. Δημιουργούν άλλη σχέση.  Ειδικά τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες .Η μάθηση δεν είναι να αντιμετωπίσουμε τη δασκάλα. Είναι τόσο βασική, όσο και η αναπνοή. Οι γονείς που δεν το προωθούν αυτό, είναι γιατί δεν ξέρουν, η  γιατί οι ίδιοι τεμπελιάζουν να  παροτρύνουν..(και βγάζουν διάφορες θεωρίες που τους συμφέρει, όπως γίνεται πάντα. Τύπου δε θέλει το παιδί, ενώ δε θέλουν στην ουσία οι ίδιοι..)  Οι γονείς και οι  παππούδες και γιαγιάδες που ξέρουν, χωρίς να ακούσουν τίποτα, λένε για αυτό είναι το καλοκαίρι, να καλύψουμε μερικά κενά που το Χειμώνα δε γίνεται….  

Αξιοποιούμε το καλοκαίρι σε όλους του τομείς!

 

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

TI ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ


Τι είναι η πραγματική αυτοεκτίμηση και πώς αποκτάται σύμφωνα με ειδικούς;; Δεν είναι αυτό που ελαφρά λένε μερικοί, και θεωρούν τον εγωκεντρισμό και τις αυτοκολακειες. Αυτά είναι αντίθετα απτην  αυτοεκτίμηση.

Οπλίζουμε τα παιδιά με πραγματική και όχι πλασματική αυτοεκτίμηση, -για τη μαμά τους και το μπαμπά τους -ώστε να μην επηρεάζονται, να μη θυματοποιούνται ,να μην ακολουθούν την αγέλη, να μην αποκτούν εξαρτήσεις ,να μη τη θεωρούν ετερο-εκτίμηση.Να μη συγκρίνονται ,να μη ζηλεύουν.Ανοίγουν πηγή μέσα τους.Σε άλλα άτομα είναι έμφυτη, σε άλλα όχι τοσο. Παρατηρούμε,για να εμψυχώνουμε,  για να την αναπτύσουμε.

 

<<Όπως πρώτος ισχυρίστηκε ο James  (1890-1963), ως ενήλικες διαμορφώνουμε μια σφαιρική άποψη για την αξία μας ως άτομα, πέραν των αυτοπεριγραφών και των αυτοαξιολογήσεών μας στους διάφορους τομείς της ζωής μας. Αυτή η σφαιρική άποψη είναι η αυτοεκτίμησή μας.

Η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις προσωπικές φιλοδοξίες, (επιδιώξεις) και τις υποκειμενικές αξιολογήσεις του ατόμου σχετικά με την επίτευξη ή όχι των επιδιωκόμενων στόχων του. Ο ίδιος πρότεινε μια μαθηματική σχέση, η οποία ορίζει την αυτοεκτίμηση ως το πηλίκο των επιτυχιών του ατόμου προς τις επιδιώξεις ή φιλοδοξίες του: Αυτοεκτίμηση = επιτυχίες/επιδιώξεις.Υιοθετώντας την άποψη του James, o Rosenberg όρισε την αυτοεκτίμηση ως τη θετική ή αρνητική στάση του ατόμου ως προς τον εαυτό του.
Σύμφωνα με τη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης,
η έννοια της αυτοεκτίμησης αναδύεται όταν το άτομο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις απόψεις της κοινωνίας.
Η μεταφορική του έκφραση για τον
καθρεπτιζόμενο
εαυτό
(looking-glass self) αναφέρεται στην άποψή του ότι ο εαυτός αποτελεί την αντανακλώμενη εκτίμηση σημαντικών άλλων που συνιστούν τον καθρέπτη τον οποίο ατενίζουμε επιζητώντας πληροφόρηση σχετικά με τον εαυτό μας.

Προσπαθούμε δηλαδή να εκτιμήσουμε τη γνώμη ή τις στάσεις που έχουν οι άλλοι για τον εαυτό μας και μετά εσωτερικοποιούμε τις στάσεις αυτές στο δικό μας ψυχισμό.
Στη θεωρία του περί αυτοεκτίμησης ο Mead (1934) υπογραμμίζει με τη σειρά του ότι η κοινωνία είναι αυτή που δίνει μορφή και νόημα στην αντίληψη του ατόμου για
τον εαυτό του. Αυτός ο
γενικευμένος άλλος (generalized other) αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στην έννοια του εαυτού ως αποτέλεσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης μέσα από ένα συμβολικό σύστημα επικοινωνίας.
Τόσο ο Cooley (1902) όσο και ο Mead (1934) πιστεύουν ότι οι διατομικές διαφορές στην αυτοεκτίμηση οφείλονται στο γεγονός ότι η έννοια του “γενικευμένου
άλλου” ποικίλει ανά άτομο, ανάλογα με το είδος των αξιών που ασπάζεται, αλλά και ανάλογα με το βαθμό σπουδαιότητας που τους αποδίδει η κοινωνία.
Όπως αναφέρει η Μακρή - Μπότσαρη (2001) ο Coopersmith ορίζει την αυτοεκτίμηση ως την αξιολόγηση που το άτομο κάνει και συνήθως διατηρεί σε σχέση με τον εαυτό του. Αυτή εκφράζει μία στάση αποδοχής ή αποδοκιμασίας που δείχνει
το βαθμό στον οποίο το άτομο πιστεύει ότι είναι ικανό, σημαντικό, επιτυχημένο και άξιο.
Η προσέγγιση του Ziller (1973) στην αυτοεκτίμηση γίνεται μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής δομής του εαυτού. Ο εαυτός ορίζεται σε σχέση με “σημαντικούς άλλους”και η αυτοαξιολόγηση αναδύεται κυρίως μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον Burns είναι τρία τα κύρια σημεία, τα οποία
φαίνεται ότι σχετίζονται με την αυτοαξιολόγηση. Το πρώτο σημείο είναι η σύγκριση της αυτοεικόνας κάποιου με την ιδανική εικόνα του εαυτού, ή το είδος του ατόμου που
θα ήθελε να είναι. Το δεύτερο σημείο αφορά την εσωτερικοποίηση της εκτίμησης της
κοινωνίας.


Το τρίτο σημείο αναφέρεται στην αξιολόγηση του ατόμου για τον εαυτό του ως σχετικά επιτυχημένου ή αποτυχημένου στην άσκηση αυτού που συνεπάγεται η ταυτότητά του. Δε σημαίνει ότι αυτό που κάποιος κάνει είναι αφ΄εαυτού καλό, αλλά ότι κάποιος είναι καλός σε αυτό που κάνει. Κατά την Ball (1993) εκείνο που νομίζουμε ή πιστεύουμε για τον εαυτό μας
καθορίζει την αυτοεκτίμησή μας. Όταν υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση υπάρχει και το πιστεύω ότι δεν είμαι αρκετά καλός. Αυτό συχνά συνοδεύεται από αρνητικά
συναισθήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα των σκέψεων και των πιστεύω. Τα συναισθήματα που συνδέονται με τις σκέψεις ότι δεν είμαι αρκετά καλός είναι ψυχικά τραύματα, κατάθλιψη, ανησυχία, αναβλητικότητα, θυμός και πολύ συχνά ντροπή. Οι απόψεις κάθε ατόμου για την αυτο-αποτελεσματικότητά του καθορίζουν πόση προσπάθεια θα καταβάλλει και για πόσο χρονικό διάστημα θα επιμείνει ενώπιον δυσκολιών ή αντίξοων καταστάσεων.


Από την καθημερινή εμπειρία γνωρίζουμε ότι στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τα άτομα που έχουν σοβαρές αμφιβολίες για τις ικανότητές τους θα μειώσουν την προσπάθεια ή θα την
εγκαταλείψουν τελείως. Αντίθετα, άτομα που έχουν υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας θα καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να
ανταποκριθούν στις προκλήσεις και να υπερβούν τις δυσκολίες (Bandura , 1981).
Τέλος οι αντιλήψεις σχετικά με τις ικανότητές μας επηρεάζουν τόσο τα γνωστικά μας σχήματα όσο και τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις κατά τη διάρκεια των συναλλαγών μας με το περιβάλλον, είτε όταν αυτές συμβούν είτε όταν περιμένουμε
να συμβούν. Όσοι κρίνουν τον εαυτό τους αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, διακατέχονται από αισθήματα ανικανότητας και
φαντάζονται τις πιθανές δυσκολίες ως μεγαλύτερες και πιο ανυπέρβλητες από ότι είναι στην πραγματικότητα, ειναι σκέψεις αναποτελεσματικότητας και δημιουργούν
άγχος , εμποδίζουν τη δραστηριοποίηση του ατόμου ως προς την επίτευξη στόχων και την αντιμετώπιση καταστάσεων.
Αντίθετα άτομα με υψηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας επιστρατεύουν όλη την προσοχή και την προσπάθειά τους στην αντιμετώπιση των καταστάσεων και αντί
να αναστείλουν τη δράση λόγω των εμποδίων, καταβάλλουν ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια…>>..////