Τα
κοιμητηριακά κυπαρίσσια
είναι αντιπυρικά. Γι αυτό τα βάζουν στα μεγάλα πολυτελή κτήματα.
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
ΚΑΤΑ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ
Ο αναπληρωτής ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.), Ανδρέας Ντούλης, μιλώντας στα «Χ.Ν.», τόνισε ότι η συγκεκριμένη μέθοδος αντιπυρικής προστασίας που ερευνάται συζητείται αρκετό καιρό και σε αυτή τη φάση συγκεντρώνονται πειραματικά και περιβαλλοντικά δεδομένα.
«Αυτό που θέλουμε να δούμε είναι κατά πόσο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επιλεγμένους κλώνους κυπαρισσιού για να ελέγξουμε τη διάδοση και μετάδοση της δασικής πυρκαγιάς. Η τρέχουσα προσέγγιση μέχρι σήμερα είναι οι γνωστές σε όλους μας αντιπυρικές λωρίδες, που είναι ουσιαστικά μία λωρίδα άδειας γης, χωρίς βλάστηση, η οποία, όμως, πρέπει να διατηρείται σαν τέτοια και να φροντίζουμε να μην αποπλύνεται το έδαφος, να μην δημιουργείται ερημοποίηση κ.λπ. και αυτό είναι κάτι που κοστίζει», σημείωσε ο κ. Ντούλης και πρόσθεσε: «Το κυπαρίσσι αυτό αναφλέγεται πολύ αργότερα από ό,τι το πεύκο και επίσης ο βελονοτάπητας περιέχει λιγότερο οξυγόνο και περισσότερη υγρασία, άρα και αυτός αναφλέγεται πολύ αργότερα. Ετσι, οι έρπουσες λεγόμενες πυρκαγιές είναι μικρότερης έντασης και εξαπλώνονται με μικρότερη ταχύτητα και επίσης ο κορμός του κυπαρισσιού, όταν φλέγεται, αφήνει λιγότερη μάζα να καίγεται μετά το πέρασμα της φωτιάς, ενώ παράλληλα το κυπαρίσσι, επειδή οι βελόνες του προσφύονται πιο σφικτά πάνω στον κλάδο και οι ίδιοι κλάδοι του δεν είναι τόσο εκτεταμένοι όσο του πεύκου, η αναλογία καιόμενης μάζας προς οξυγόνου είναι μικρότερη και άρα η φλόγα που δημιουργείται και η θερμιδική απόδοση από την καύση του κυπαρισσιού είναι χαμηλότερη στη μονάδα του χώρου και του χρόνου από ό,τι του πεύκου. Ολα αυτά συνιστούν στοιχεία για έναν πιο οικολογικό έλεγχο της ταχύτητας διάδοσης της πυρκαγιάς».
Ο αναπληρωτής ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.), Ανδρέας Ντούλης, μιλώντας στα «Χ.Ν.», τόνισε ότι η συγκεκριμένη μέθοδος αντιπυρικής προστασίας που ερευνάται συζητείται αρκετό καιρό και σε αυτή τη φάση συγκεντρώνονται πειραματικά και περιβαλλοντικά δεδομένα.
«Αυτό που θέλουμε να δούμε είναι κατά πόσο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επιλεγμένους κλώνους κυπαρισσιού για να ελέγξουμε τη διάδοση και μετάδοση της δασικής πυρκαγιάς. Η τρέχουσα προσέγγιση μέχρι σήμερα είναι οι γνωστές σε όλους μας αντιπυρικές λωρίδες, που είναι ουσιαστικά μία λωρίδα άδειας γης, χωρίς βλάστηση, η οποία, όμως, πρέπει να διατηρείται σαν τέτοια και να φροντίζουμε να μην αποπλύνεται το έδαφος, να μην δημιουργείται ερημοποίηση κ.λπ. και αυτό είναι κάτι που κοστίζει», σημείωσε ο κ. Ντούλης και πρόσθεσε: «Το κυπαρίσσι αυτό αναφλέγεται πολύ αργότερα από ό,τι το πεύκο και επίσης ο βελονοτάπητας περιέχει λιγότερο οξυγόνο και περισσότερη υγρασία, άρα και αυτός αναφλέγεται πολύ αργότερα. Ετσι, οι έρπουσες λεγόμενες πυρκαγιές είναι μικρότερης έντασης και εξαπλώνονται με μικρότερη ταχύτητα και επίσης ο κορμός του κυπαρισσιού, όταν φλέγεται, αφήνει λιγότερη μάζα να καίγεται μετά το πέρασμα της φωτιάς, ενώ παράλληλα το κυπαρίσσι, επειδή οι βελόνες του προσφύονται πιο σφικτά πάνω στον κλάδο και οι ίδιοι κλάδοι του δεν είναι τόσο εκτεταμένοι όσο του πεύκου, η αναλογία καιόμενης μάζας προς οξυγόνου είναι μικρότερη και άρα η φλόγα που δημιουργείται και η θερμιδική απόδοση από την καύση του κυπαρισσιού είναι χαμηλότερη στη μονάδα του χώρου και του χρόνου από ό,τι του πεύκου. Ολα αυτά συνιστούν στοιχεία για έναν πιο οικολογικό έλεγχο της ταχύτητας διάδοσης της πυρκαγιάς».