Σελίδες

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Τι θεωρείται «αποκλίνουσα συμπεριφορά»;
Ο όρος απόκλιση από άποψη ψυχολογίας «χρησιμοποιείται για τις ποιοτικές ή ποσοτικές διαφορές μεταξύ της συμπεριφοράς ενός ατόμου και ενός κανόνα, ενός συστήματος αναφοράς, μιας κανονικής πορείας» (Παπαδόπουλος, 1994: 77).
Σύμφωνα με τον ορισμό που βρίσκουμε στο κοινωνιολογικό λεξικό της UNESCO «αποκλίνουσα συμπεριφορά (deviant behaviour) είναι η συμπεριφορά που από ή συγ-κρούεται με τους γνώμονες (standards) που είναι κοινωνικώς ή πολιτιστικώς αποδεκτοί από μία κοινωνική ομάδα (social group) ή ένα κοινωνικό σύστημα (social system)” (UNESCO, 1972: 909). Διερευνώντας τον όρο παρατηρείται πως η έννοια της απόκλισης προκύπτει από τη στατιστική αφού αποκλίνουσα συμπεριφορά αποκαλούμε αυτή που ξεφεύγει από το μέσο όρο. Ωστόσο έννοιες όπως η απόκλιση και η κανονικότητα γίνονται σαφέστερες από το περιεχόμενο μόνο αν τις εξετάσουμε σε σχέση με τα « πολιτισμικά» γνωρίσματα της ομάδας, βάσει των οποίων εκτιμάται η απόκλιση» (UNESCO, 1972 : 909).
Στη στατιστική πλευρά της απόκλισης αναφέρονται και οι Clinard & Meier, οι οποίοι υποστηρίζουν πως οι ορισμοί της έννοιας στηρίζονται σε στατιστικές, απόλυτες, αντιδραστικές ή κανονιστικές απόψεις. Στατιστικά απόκλιση θεωρείται οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν παρουσιάζεται συχνά. Από απόλυτη άποψη απόκλιση είναι η παράβαση αρχών που θεωρούνται παγκόσμιες. Ένας ορισμός που στηρίζεται σε αντιδραστικές απόψεις θεωρεί ως απόκλιση την παραβίαση μιας συγκεκριμένης απαγόρευσης (επίσημης ή μη), ενώ σύμφωνα με τον κανονιστικό ορισμό απόκλιση είναι η παραβίαση μιας νόρμας (ενός κανόνα) προς την οποία η πλειοψηφία θεωρεί ότι πρέπει να συμμορφωθεί ( Clinard & Meier, 2007 στο Steffgen, 2009). Η έννοια της απόκλισης οροθετείται, επίσης, από κάποιους ερευνητές βάση τριών διαφορετικών εννοιολογικών προσεγγίσεων: την κανονιστική- νομική θέση, τη θέση της κοινωνικής προσδοκίας και την αντιδρασιακή θέση (Δήμου, 2003). Σύμφωνα με την κανονιστική- νομική θέση ως απόκλιση εννοείται οτιδήποτε αποτελεί παράβαση των γραπτών νόμων, αφού ως κριτήριο για την οριοθέτηση μίας πράξης ως αποκλίνουσας ή μη είναι οι διατάξεις του ποινικού κώδικα, οι οποίες είναι οι μόνες που μπορούν να προσδιορίσουν αντικειμενικά το περιεχόμενο της απόκλισης (Bloch και Flynn, στο Δήμου, 2003). Και ενώ θεωρούμε πως οι παραβάσεις των γραπτών νόμων συνιστούν απόκλιση, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως υπάρχουν και άτυποι νόμοι και κανόνες η παράβαση των οποίων επίσης θεωρείται απόκλιση. Η θέση της κοινωνίας αναφέρει πως οι κοινωνικοί κανόνες διαμορφώνουν τις κοινωνικές προσδοκίες οι οποίες σχηματοποιούνται κατά τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου, και εσωτερικεύονται από αυτό. Η εκπλήρωση ή μη αυτών των κοινωνικών προσδοκιών συντελεί στο να χαρακτηριστεί μία πράξη ως αποκλίνουσα ή μη (Δήμου, 2003). Βάσει της αντιδρασιακής θέσης μία συμπεριφορά κατατάσσεται ως αποκλίνουσα ανάλογα με τις αρνητικές κυρώσεις που αυτή δέχεται από τον περίγυρο. Επομένως η άποψη αυτή εξετάζει τις αρνητικές κυρώσεις που δέχεται μία πράξη χωρίς όμως να μελετά το πλαίσιο μέσα στο οποίο η πράξη αυτή δημιουργήθηκε (Δήμου, 2003). Ο Δήμου ωστόσο αναφέρει πως ένας πληρέστερος ορισμός της απόκλισης θα μπορούσε να προκύψει από την αφομοιωτική θέση, η οποία συνδυάζει τα κριτήρια της κανονιστικής και αντιδρασιακής θέσης. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν πολλοί όροι για να περιγράψουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά όπως απόκλιση, παρέκκλιση, προβλήματα συμπεριφοράς, διαταραχές του συναισθήματος και της συμπεριφοράς ή συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαταραχές, παραβατικότητα κ.ά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου