ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
(ΑΓΟΡΙΑ
13-28, ΚΟΡΙΤΣΙΑ 11-21, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ
ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΙΑΙΟΥ.
ΑΥΤΟ ΓΕΝΙΚΑ)
Ο ρόλος των
σημαντικών άλλων.
Μία από τις
ιδιαιτερότητες της παιδικής ηλικίας
αφορά τον ρόλο των σημαντικών άλλων,
κυρίως των γονέων και των εκπαιδευτικών,
στη ζωή του παιδιού και του εφήβου. Οι
σημαντικοί άλλοι λαμβάνουν αποφάσεις
για εκείνο, επηρεάζουν με ποικίλους
τρόπους την ανάπτυξη και τη συμπεριφορά
του και εμπλέκονται στη διαγνωστική
και τη θεραπευτική διαδικασία παρέχοντας
πληροφορίες ή/και συμμετέχοντας ενεργά
σε αυτήν.
Ποιος
αποφασίζει αν ένα παιδί ή ένας έφηβος
χρειάζεται θεραπευτική παρέμβαση και
κατά πόσον το παιδί και ο έφηβος έχει
τον κύριο λόγο σε θέματα που αφορούν
την υγεία και την ανάπτυξή του (Oldehinkel,
2019); Η επικρατέστερη σύγχρονη άποψη έχει
κοινά στοιχεία με την οπτική του
Αριστοτέλη για την παιδική ηλικία,
σύμφωνα με την οποία το παιδί είναι μια
ανώριμη ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία μπορεί
να εξελιχθεί σε ώριμη ύπαρξη με τη δομή,
τη μορφή και τη λειτουργία ενός «υγιούς»
ενηλίκου (Matthews & Mullin, 2015).
Σύμφωνα με
αυτή την άποψη, οι γονείς έχουν την
ευθύνη να παρέχουν στο παιδί τους το
κατάλληλο περιβάλλον ώστε να αναπτυχθεί
φυσιολογικά. Σχεδόν σε όλα τα πολιτισμικά
πλαίσια, οι γονείς έχουν και τη νομική
ευθύνη για το παιδί τους. Μολονότι η
αυτονομία, η γνώμη και οι προτιμήσεις
του παιδιού θεωρούνται σημαντικά και
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, θεωρείται
αποδεκτό να έχει την ευθύνη των αποφάσεων
ο γονέας, όταν το παιδί δεν είναι σε θέση
να επεξεργαστεί όλες τις απαιτούμενες
πληροφορίες ή να κατανοήσει τις
μακροπρόθεσμες συνέπειες συγκεκριμένων
επιλογών του (Mullin, 2013).
Για παράδειγμα,
το παιδί είναι αναμενόμενο να μη θέλει
να κάνει εμβόλιο, αλλά δεν πρέπει ο
γονέας να αφήσει τον εμβολιασμό στη
βούληση του παιδιού, καθώς εκείνος είναι
υπεύθυνος για τη διαφύλαξη της υγείας
του· επίσης, είναι σε θέση να κατανοήσει
ότι η δυσάρεστη εμπειρία του εμβολίου
είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρξει
μακροπρόθεσμα κάποιο σημαντικό όφελος.
Συχνά οι σημαντικοί άλλοι φαίνονται ως
αυθεντίες στα μάτια του παιδιού, με
αποτέλεσμα να επηρεάζεται πολύ βαθιά
και μόνιμα από εκείνους, ακόμα και όταν
αυτό 73 δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανές
(Louis & McDonald-Louis, 2014).
Οι δυσκολίες
που εκδηλώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι
αποτελούν συχνά συνάρτηση των ατομικών
χαρακτηριστικών τους και των χαρακτηριστικών
(στάσεις, συμπεριφορά, προσδοκίες κ.ά.)
των σημαντικών άλλων. Για παράδειγμα,
αν ένα παιδί δυσκολεύεται να ελέγξει
τον θυμό του και εκδηλώνει έντονες και
συχνές εκρήξεις θυμού, χρειάζεται να
εξεταστούν, μεταξύ άλλων, οι προσδοκίες
και οι απαιτήσεις που έχουν οι σημαντικοί
ενήλικοι (γονείς, εκπαιδευτικοί) από
αυτό. Γονείς και εκπαιδευτικοί που
διακρίνονται από ανεκτικότητα, ψυχραιμία,
υπομονή, ρεαλιστικές απαιτήσεις και
ρεαλιστικά όρια, είναι πολύ πιθανό να
έχουν παιδιά και μαθητές με λιγότερες
δυσκολίες προσαρμογής (Γαλανάκη, 2011·
Louis & McDonald-Louis, 2014).
Τέλος, οι
γονείς και οι εκπαιδευτικοί είναι οι
κύριες πηγές άντλησης πληροφοριών για
τη συμπεριφορά των παιδιών και των
εφήβων και λαμβάνουν μέρος σχεδόν πάντα,
ιδιαίτερα οι γονείς, στην αξιολόγηση
και στην παρέμβαση. Ο τρόπος με τον οποίο
οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί
αντιλαμβάνονται τη δυσκολία, την αλλαγή
ή τη βελτίωση παίζει σημαντικό ρόλο
στην έναρξη, τη συνέχιση και την
αποτελεσματικότητα της παρέμβασης.
Ωστόσο, η οπτική γωνία των γονέων και
των εκπαιδευτικών είναι συχνά μεροληπτική,
καθώς μπορεί να προβάλουν -χωρίς
απαραίτητα να το καταλαβαίνουν- δικά
τους συναισθήματα, φόβους και προσδοκίες
στο παιδί (Γαλανάκη, 2011). Συχνά παρουσιάζονται
διαφορές ανάμεσα στις απόψεις και τις
αναφορές των γονέων, των εκπαιδευτικών
και των ίδιων των παιδιών (Sallis et al., 2019)
και, για τον λόγο αυτόν, είναι πολύ
σημαντικό η αξιολόγηση να περιλαμβάνει
συνδυαστική κατανόηση των πληροφοριών
από διαφορετικές πηγές (Duncan, Comeau, Wang,
Vitoroulis, Boyle, & Bennett, 2019). Προσωρινότητα
και ρευστότητα
Η υγεία και
η ανάπτυξη στην παιδική και την εφηβική
ηλικία έχουν δυναμικό, συνεχώς
τροποποιούμενο και εξελισσόμενο
χαρακτήρα, καθώς δομούνται και επηρεάζονται
από συνεχείς εσωτερικές (π.χ. σε
βιολογικό/σωματικό, ψυχικό/γνωστικό/συναισθηματικό
και συμπεριφορικό επίπεδο) και εξωτερικές
(π.χ. στην οικογένεια, το σχολείο και τις
φιλικές σχέσεις) αλλαγές. Σε κάθε δεδομένη
στιγμή, οι στάσεις, οι συμπεριφορές και
οι εμπειρίες του ατόμου αλληλεπιδρούν
και συμμεταβάλλονται με τις περιβαλλοντικές
συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην είναι
μεμονωμένα, αλλά αλληλοεμπλεκόμενα
φαινόμενα (Russell & Gajos, 2020). Κάθε προσέγγιση
κατανόησης της ανάπτυξης και της
αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας πρέπει να
περιλαμβάνει τη μελέτη των εσωτερικών/ατομικών
74 μεταβλητών, καθώς και των
εξωτερικών/περιβαλλοντικών επιρροών
σε αυτές (Lervag, 2019). Οι κοινωνικές σχέσεις
σχηματίζονται από ποικίλες δυναμικές
διαπροσωπικές διεργασίες -λεκτικές ή
μη λεκτικές κοινωνικές συναλλαγές (π.χ.
η μη-λεκτική έκφραση ενσυναίσθησης, η
ποσότητα και η ποιότητα της σωματικής
επαφής κ.ά.)- που αλληλεπιδρούν σε κάθε
χρονική στιγμή της ανάπτυξης (Chiang &
Lam, 2020).
Οι αλλαγές,
οι επιρροές, οι διακυμάνσεις και οι
αλληλεπιδράσεις εσωτερικών και εξωτερικών
παραμέτρων λαμβάνουν χώρα κατά τη
διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής
ηλικίας σε «μικροσκοπικό» και
«μακροσκοπικό» επίπεδο στον άξονα του
χρόνου. Το «μικροσκοπικό» επίπεδο
περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμες αλλαγές,
που αφορούν μία χρονική στιγμή ή ένα
μικρό χρονικό διάστημα (π.χ. ανά λεπτό,
ημέρα, ώρα), ενώ το «μακροσκοπικό» επίπεδο
περιλαμβάνει μακροπρόθεσμες αλλαγές,
που αφορούν μεγαλύτερες χρονικές
περιόδους (π.χ. ανά έτος, δεκαετία) (Chiang
& Lam, 2020). Οι αλλαγές σε «μικροσκοπικό»
επίπεδο έχουν δυναμικό (εξελισσόμενο)
χαρακτήρα και διαφοροποιούνται
συστηματικά κατά την πορεία της ανάπτυξης
(Ram & Gerstorf, 2009), επηρεάζοντας και
μακροπρόθεσμα/«μακροσκοπικά» την υγεία,
την ανάπτυξη και την προσαρμογή (Sameroff,
2000).
Εξαιτίας της
ρευστότητας των δυσκολιών προσαρμογής
στην παιδική και την εφηβική ηλικία,
χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη οι
ακόλουθοι παράγοντες (Γαλανάκη, 2011):
Συχνά οι
δυσκολίες προσαρμογής των παιδιών και
των εφήβων αποτελούν υπερβολική/ακραία
έκφραση ομαλών αναπτυξιακών τάσεων, η
οποία οφείλεται σε πολυάριθμους
παράγοντες συνεχούς αλλαγής. Πολλές
φορές οι δυσκολίες προσαρμογής μπορεί
να αποτελούν αντίδραση σε παροδικές
αγχογόνες καταστάσεις (στρες), που
αφορούν είτε σημαντικά γεγονότα ζωής
(π.χ. απώλεια αγαπημένου προσώπου,
διαζύγιο γονέων) είτε καθημερινές
δυσκολίες (π.χ. συγκρούσεις με φίλους,
φορτωμένο πρόγραμμα).
Στην περίπτωση
αυτή, χαρακτηρίζονται από την παλινδρόμηση
σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια, με
προσωρινή (τουλάχιστον) απώλεια
αναπτυξιακών επιτευγμάτων (π.χ. νυχτερινή
ενούρηση). Συμπεριφορές που θεωρούνται
φυσιολογικές σε μία ηλικία μπορεί να
αποτελούν δυσκολία προσαρμογής σε μία
άλλη (π.χ. οι φόβοι των παιδιών). Η δυσκολία
του παιδιού να ανταποκρίνεται στις
αναπτυξιακές απαιτήσεις ή/και τις
απαιτήσεις του περιβάλλοντος μπορεί
να εκδηλώνεται με διαφορετική δυσκολία
προσαρμογής σε κάθε ηλικία (π.χ. απέναντι
στις σχολικές απαιτήσεις, να αντιδρά
με άγχος αποχωρισμού στην παιδική
ηλικία, ενώ στην εφηβεία με εκρήξεις
θυμού).
Διαφορετικά
αναπτυξιακά «μονοπάτια» μπορούν να
οδηγήσουν στην ίδια δυσκολία ή το ίδιο
«μονοπάτι» να οδηγήσει σε διαφορετικές
δυσκολίες (π.χ. η 76 ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή μπορεί να προκύψει είτε από
τιμωρητική είτε από αμφιθυμική/ασταθή
συμπεριφορά των γονέων· ή δυσκολίες
στην πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους
μπορεί να οδηγήσουν άλλα παιδιά σε
αγχώδη διαταραχή, ενώ άλλα σε κατάθλιψη).
Σε κάθε
ηλικία μπορεί να εμφανίζονται διαφορετικές
δυσκολίες προσαρμογής, δηλαδή να
υποκαθίσταται μια παλαιότερη δυσκολία
με μια νεότερη (π.χ. η επιθετικότητα στην
αρχή της παιδικής ηλικίας να υποκαθίσταται
από μια φοβία στην εφηβεία). Ακόμη και
η ίδια δυσκολία μπορεί να λαμβάνει
διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές
ηλικίες, δηλαδή να μετασχηματίζεται
(π.χ. η κατάθλιψη να μεταμφιέζεται ως
διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα
στην παιδική ηλικία, ενώ στην εφηβεία
να εκδηλώνεται με συμπτωματολογία που
προσομοιάζει την ενήλικη μορφή της).
Για το παιδί και τον έφηβο, η ανάπτυξη
και η ψυχοπαθολογία χαρακτηρίζονται
τόσο από συνέχεια όσο και από ασυνέχεια.
Αυτό σημαίνει ότι η ψυχοπαθολογία μπορεί
να υποχωρήσει προς όφελος της υγιούς
ανάπτυξης ή η υγιής ανάπτυξη να εξελιχθεί
σταδιακά σε ψυχοπαθολογία. Ταυτόχρονα,
η προβλεψιμότητα της πορείας μιας
δυσκολίας, δηλαδή η πρόγνωση, ενώ αρχικά
είναι περιορισμένη.BLOOG