Σελίδες

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ

 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ 


Η έννοια της κοινωνικοποίησης.

Ο όρος «κοινωνικοποίηση» είναι σύγχρονος και αφορά στη διαδικασία κατά την οποία το άτομο κατακτά την κοινωνική του υπόσταση και ταυτότητα, μέσω των γνώσεων και των βιωματικών του εμπειριών, και γενικά της επαφής του μ’ ένα μέρος του πολιτισμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννιέται και ανατρέφεται. Είναι η διαδικασία με την οποία τα άτομα ενστερνίζονται τις κοινωνικές αξίες και τους κοινωνικούς κανόνες της κοινωνίας τους, εντασσόμενα στο πολιτισμικό τους πλαίσιο. Μέσω της κοινωνικοποίησης, οι γενιές κληροδοτούν στο κάθε άτομο τα χαρακτηριστικά του. Με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, σχεδόν ταυτόχρονα αλλά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, ασχολήθηκαν τέσσερις πολύ σημαντικοί μελετητές, ο Sigmund Freud, ο Charles Cooley, ο George Herbert Mead και o Emile Durkheim.

Η πιο πλατιά γνωστή εκδοχή για τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης είναι αυτή που έδωσε ο Freud. Την παρουσιάζει με μια πάλη που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα ανάμεσα στα τρία μέρη της προσωπικότητας: πρώτο, τη φύση του ανθρώπου , τα βιολογικά του ένστικτα, δεύτερο, τις εμπειρίες του που αποτελούν το εγώ του και, τρίτο το υπερεγώ του, την ηθική εξουσία μέσα στον άνθρωπο, τη συνείδηση που λειτουργεί ασυνείδητα.

Ο Charles Cooley έδωσε μεγάλη σημασία σε πρωτογενείς ομάδες, όπως είναι οι ομάδες παιχνιδιού, εργασίας και φιλίας, που όλες τους αναπτύσσουν ένα συναίσθημα του εμείς, το συναίσθημα πως ανήκουμε σε μια ομάδα. Ο Cooley, αντίθετα από τον Freud, βλέπει τη διαμόρφωση της προσωπικότητας περισσότερο σαν παιχνίδι, που έχει στη βάση του την εικόνα του εγώ. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος, μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησής του δεν έχει άλλο τρόπο να δει τον εαυτό του παρά μόνο με τα μάτια των άλλων που τον περιστοιχίζουν. Οι αντιδράσεις τους στη συμπεριφορά του αντανακλούν την εικόνα του εγώ του. Στην παραπάνω κατεύθυνση που έδωσε ο Cooley προχωράει ακόμα περισσότερο ο George Herbert Mead. Αυτός ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τις ορθολογικές πλευρές της προσωπικότητας και για το πώς αναπτύσσονται με τις επιδράσεις άλλων ανθρώπων. Η γλώσσα και οι αμοιβαίες ενέργειες που γίνονται δυνατές με αυτή αποτελούν το κέντρο της μελέτης του.

Η θεωρία του Durkheim αναφέρει ότι η κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας δεν έχει μόνο ανασταλτικό χαρακτήρα, δεν εμποδίζει μόνο τις βιολογικές ορμές, έτσι που να γίνει δυνατή η κοινωνική ζωή, αλλά είναι και μια θετική λειτουργία, δεδομένου ότι κάνει πριν από όλα δυνατή την ανθρώπινη ζωή. (Cole & Cole, 2002)


Συνάφεια κοινωνικοποίησης και εκπαίδευσης.

Η σχέση κοινωνικοποίησης και σχολικής εκπάιδευσης είναι διαχρονική και εξαρτώμενη. Η έννοια της ισότητας στην εκπαίδευση, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, έχει μεταβληθεί μέσα στο χρόνο, παραμένει όμως αλληλένδετη από τις κοινωνικές συνθήκες. Σε χώρες όπου επικράτησε η εκπαιδευτική ισότητα, το σχολείο φάνηκε να προβαίνει σε κοινωνική επιλογή και περιχαράκωση ανάμεσα σε μαθητές ικανούς και λιγότερο ικανούς, με καλή, μέτρια ή κακή επίδοση στα μαθήματα, η οποία φάνηκε μάλιστα ανάλογη με την κοινωνική θέση της οικογένειας στην οποία ανήκαν οι μαθητές. Το συμπέρασμα αυτό, ότι δηλαδή τα παιδιά προνομιούχων κοινωνικά και οικονομικά τάξεων έχουν καλύτερη επίδοση στα μαθήματα, έμοιαζε αρχικά αυτονόητο και «φυσικό αποτέλεσμα». Εντοπίσουμε ότι το θεμελιώδες αίτιο της συνάφειας ανάμεσα στη σχολική επίδοση και την κοινωνική καταγωγή των μαθητών είναι ότι το σχολείο αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφορά σαν φυσική ανισότητα.

Η έρευνα για τη σχέση που μπορεί να έχει η σχολική επίδοση με την κοινωνική καταγωγή ξεκίνησε την δεκαετία του ’60 στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω του φαινομένου της μαζικής σχολικής αποτυχίας των μαύρων μαθητών. Αντίστοιχες έρευνες στην Ευρώπη έδειξαν επίσης μεγάλη σχολική αποτυχία των παιδιών που προέρχονται από αγροτικές και εργατικές οικογένειες. Όσο χαμηλότερα στην κοινωνική διαστρωμάτωση βρισκόταν η οικογένεια τόσο χειρότερη ήταν και η επίδοση των παιδιών στο σχολείο, και αντίστροφα. Το ίδιο ισχύει και για την Ανώτατη Εκπαίδευση αφού οι περισσότεροι εισακτέοι σε πανεπιστήμια και πολυτεχνεία προέρχονται από προνομιούχες κοινωνικά και οικονομικά οικογένειες. Τα παιδιά των λαϊκών τάξεων στρέφονται κυρίως προς βαθμίδες τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. (Φραγκουδάκη,1985).

Ερευνες δείχνουν ότι οι εμπειρίες των παιδιών στη σχολική κοινότητα, μπορεί να διαφοροποιήσουν αποφασιστικά τη σχολική τους επιτυχία. Αν είναι δυσμενείς οι συνθήκες διαβίωσης , απεδείχθη ότι μειώνεται και η επίδοση των μαθητών. Μερικά σχολεία όμως, διαπιστώθηκε ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικότερα από άλλα ανεξάρτητα από τις συνθήκες (Cole & Cole, 2002).

Όπως η κοινωνία επηρεάζει τη σχολικη εκπαίδευση, συμβαίνει και το αντίστροφο. Η σχολική εκπαίδευση επηρεάζει την ικανότητα των ανθρώπων να σκέπτονται σχετικά με τη δεξιότητα τους στη χρήση της γλώσσας, καθώς και τη μεταγλωσσική τους επίγνωση. Η σχολική επιτυχία εξαρτάται από πολλούς κοινωνικούς-σχολικούς παράγοντες. Διαπιστώθηκε ότι οι πιο επιτυχημένες τάξεις ήταν εκείνες στις οποίες οι τιμωρίες ήταν λιγότερες από τους επαίνους.Ενας άλλος παράγοντας που επηρέαζε τη σχολική επιτυχία, ήταν στα σχολεία στα οποία ήταν περισσότερο υπεύθυνοι οι μαθητές και λιγότερο οι ενήλικες. Τα σχολεία αυτά είχαν μεγαλύτερη επιτυχία. Στα πιο επιτυχημένα σχολεία κάθε ατομικός παράγοντας έμοιαζε να τροφοδοτεί τους άλλους, δημιουργώντας μια σχολική αταμόσφαιρα που ευνοούσε την προόδο. (Cole & Cole, 2002).

Η επίσημη εκπαίδευση στη μέση παιδική ηλικία ενισχύει την ανάπτυξη ορισμένων γνωστικών δεξιοτήτων όπως του λεξιλογίου της μνήμης και της μεταγνώσης, με θετικά αποτελέσματα για τη κοινωνία. Ο κέντρικός στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι να μεταμορφώσει τους νοητικούς μηχανισμούς αλλά να δημιουργεί ανθρώπους που θα λύνουν πιο αποτελεσματικά τα προβλήματα και θα θυμούνται καλύτερα. Συνέπεια της εκπαίδευσης είναι η επίδρασή της στην ανατροφή των παιδιών. Η πιο σημαντική πλευρά της εκπαίδευσης είναι ότι το σχολείο είναι ο δρόμος προς την οικονομική δύναμη, και το κοινωνικό κύρος.Η επιτυχία στο σχολείο είναι παράγοντας που συμβάλει τόσο πολύ στη μετέπειτα οικονομική ευημερία των παιδιών στις εγγράματες κοινωνίες, ώστε οι ψυχολόγοι της ανάπτυξης και οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται πολύ (Cole & Cole, 2002).





Σχολική επίδοση του μαθητή/τριας, σχετιζόμενη με το οικογενειακό περιβάλλον.

Το πλαίσιο που επηρεάζει περισσότερο και αμεσότερα την προόδο των μικρών παιδιών είναι η οικογένεια.Σε γενικές γραμμές οι γονείς διαμορφώνουν τις γνωστικές δεξιότητες και την προσωπικότητα των παιδιών με τα καθήκοντα που τους αναθέτουν, και με τους τρόπους που αντιδρούν σε ορισμένες συμπεριφορές, καθώς και με τους χώρους που διαβιώνουν. Οικουμενικά οι γονείς έχουν τρείς κυρίως στόχους. Τον στόχο της επιβίωσης, τον οικονομικό στόχο, και τον πολιτισμικό στόχο δηλαδή να αποκτήσουν αξίες τα παιδιά τους. Μέσα από αυτούς τους στόχους , εμφυσούν στα παιδιά τους την αγάπη για τη μάθηση, και τη χρησιμότητα της εκπαίδευσης.

Κατά τον Piaget o o πολιτισμός και η νοητική ανάπτυξη συμβαδίζουν. Τα παιδιά συμμετέχουν στο περιβάλλον το οποίο διαμορφώνεται από τους γονείς , και το οποίο εχει σκοπό να συμβάλλει στη διαδικασία της ανάπτυξης. Μέσα σε αυτό γίνεται η όσμωση με τις πολιτισμικές πεποιθήσεις των γονιών, ακόμα και ο τρόπος που κερδίζουν την ζωή τους,καθώς και η διαδικασία της εκπαίδευσης, και αυτή η λειτουργία αποκαλείται κοινωνική συνδημιουργία. Οι μελετητές διακρίνουν ότι και πρακτικά η σχολική επιτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικογένεια, και από τη βοήθεια που προσφέρουν στις σχολικές εργασίες οι γονείς και τα αδέλφια,αντιμετωπίζοντας τη σχολική εργασία σαν οικογενειακή υπόθεση. Από την οικογένεια σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και η ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων στα παιδιά.π.χ. Οι λιγότερο μορφωμένες μητέρες ανατρέφουν τα παιδιά τους, ώστε περισσότερο να είναι υπάκουα και να σέβονται, ενώ οι περισσότερο μορφωμένες δίνουν έμφαση και στις κοινωνικές και γνωστικές ενασχολήσεις, με παράλληλη ανάπτυξη της κοινωνικής συμπεριφοράς. (Cole & Cole, 2002).

Σχετικά με τη σχολική αποτυχία, επικράτησε μέχρι πρότινος ο μύθος ότι η άνιση απόδοση στο σχολείο οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Η πεποίθηση ότι μόνο η "φυσική ευφυία" ενός παιδιού το καθιστά ικανό να διαπρέψει στο σχολείο και αργότερα στις σπουδές του συνιστά μια από τις πιο διαδεδομένες μυθολογίες (Φραγκουδάκη,1985). Ο ταξικός ντετερμινισμός στις δεξιότητες και αντιλήψεις, επιτρέπει να εμφανίζονται ως εγγενή τα χαρακτηριστικά τα οποία ταυτίζονται με την επικρατούσα κοινωνία και να δικαιολογούν την υπεροχή της. Για παράδειγμα ο γλωσσικός κώδικας με τον οποίο είναι προικισμένος ο μαθητής από τα λαϊκά στρώματα, τον κάνει λιγότερο δεκτικό στους νόμους και τις αξίες που κυριαρχούν στο σχολείο , σε αντιδιαστολή με το μαθητή των μεσοαστικών και αστικών στρωμάτων (Φραγκουδάκη,1985).Η νοημοσύνη σήμερα θεωρείται ως μια συνισταμένη πολλών συνιστωστών, οι οποίες αποτελούνται από γονίδια και περιβαλλοντικά στοιχεία (Cole & Cole, 2002)


Πολιτισμικές εκφάνσεις εκπαίδευσης

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαθητές από αφρικανικές ή λατινοαμερικανικές κοινότητες έχουν υποστεί συνεχή υποβάθμιση του πολιτισμού και της γλώσσας τους μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Αναλυτικότερα ο τρόπος χρήσης της γλώσσας των Αφροαμερικάνων, προβλήθηκε ως αιτία της σχολικής αποτυχίας τους, αφού η γλώσσα τους ήταν φτωχή σε λεξιλόγιο σε αντίθεση με αυτή των παιδιών των μορφωμένων και εύπορων οικογενειών. Επικράτησε λοιπόν η αντίληψη ότι τα μαύρα παιδιά έχουν χαμηλότερη επίδοση στα γλωσσικά μαθήματα εξαιτίας της λανθασμένης και ελλιπούς γλώσσας που μάθαιναν και χρησιμοποιούσαν στο οικείο και οικογενειακό τους περιβάλλον.Αυτό θεωρήθηκε ως αίτιο αποτυχίας των μαθητών χαμηλής κοινωνικά προέλευσης. Το σχολείο όμως αγνοεί την ταξική διαφορά και αξιολογεί την επίδοση σύμφωνα με την κουλτούρα μόνο των ανώτερων στρωμάτων. (Cummins,2005).

Η πρότυπη γλώσσα παρουσιάζεται και ταυτίζεται με το σωστό και το ανώτερο και οι διάφορες γλωσσικές ποικιλίες με το λάθος. Οι μαθητές που είναι ομιλητές άλλων ποικιλιών από την πρότυπη γλώσσα δυσκολεύονται στα γλωσσικά μαθήματα και επομένως καθυστερούν στην εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης. Εμφανίζονται λοιπόν και αξιολογούνται από το σχολείο ως πιο αδύναμοι και λιγότερο ικανοί σε σχέση με τους μαθητές που προέρχονται από μορφωμένες οικογένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα οικοτροφεία- σχολεία στην Ευρώπη και Αμερική όπου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμα και βία στα παιδιά που χρησιμοποιούσαν γλώσσα διαφορετική από την επίσημη (Cummins,2005).

Μετά από έρευνες διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα που ομιλούν οι φτωχοί και οι ανήκοντες σε μειονότητες είναι εξίσου πλούσια γλώσσα με τους δικούς της κανόνες σε σχέση με την επίσημη ομιλούμενη γλώσσα. Καμιά γλωσσική ποικιλία μέσα σε μια ομόγλωσση κοινότητα δεν είναι ανώτερη ή πιο σωστή από την άλλη. Απλά όσοι έχουν την εξουσία και τη δύναμη, επιβάλλουν μια «πρότυπη», «σωστή» γλώσσα στην οποία οφείλουν όλοι να προσαρμοστούν (Φραγκουδάκη,1985). Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης η ανάπτυξη της γλώσσας δεν διαφέρει από την άνάπτυξη των άλλων συμπεριφορών και υπάγεται στους ίδιους νόμους της μάθησης. Με τη βάση αυτή, η απόκτηση της γλώσσας εξαρτάται από τη μίμηση και από τη μάθηση με συνειρμούς μέσω των μηχανισμών της κλασσικής και εξαρτημένης μάθησης ( Νόβη-Καλτσούνη, 2008).

Τα πολιτισμικά πλαίσια ποικίλουν όχι μόνο από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και από τη μια γενιά στην άλλη Σε ένα πολιτισμό, γονείς και παιδιά συμμετέχουν στη συζήτηση ζητούν τη γνώμη του παιδιού, ενώ σε ένα άλλο πολιτισμό οι γυναίκες κάθονται στη κουζίνα και οι άντρες τρώνε μόνοι τους. Όλα αυτά εχουν συνέπειες για την ανάπτυξη του παιδιού. Μέσα στο κάθε πολιτισμό αναπτύσσεται ή μειώνεται η εκπαίδευση των παιδιών. Τα παιδιά δεν μπορούν να μάθουν κάτι που δεν εχουν ακούσει ή δεν εχουν παρατηρήσει, ή δεν είναι μέσα στο υποσυνείδητό τους από το περιβάλλον τους. Ερευνώντας την ανάπτυξη της μνήμης σε σχέση με το πολιτισμό, διαπιστώθηκε ό,τι όταν ελέγχθηκε η μνήμη για τα παιδικά παραδοσιακά παραμύθια, δεν υπήρχαν πολιτισμικές διαφορές (Cole & Cole, 2002).

Όταν η γλώσσα, ο πολιτισμός και η εμπειρία ορισμένων μαθητών αγνοούνται ή αποκλείονται μέσα στη σχολική τάξη, τότε αυτοί οι μαθητές ξεκινούν από μειονεκτική θέση και ως εκ τούτου όλα όσα έχουν μάθει για τη ζωή και τον κόσμο μέχρι τότε απορρίπτονται ως άσχετα με τη σχολική μάθηση (Cummins,2005). Έτσι τα παιδιά των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων όταν έρθουν σε επαφή με το σχολείο, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε ένα περιβάλλον πολιτισμικά οικείο και φυσικά ευνοούνται από αυτό. Η παιδεία είναι λοιπόν ταξικά διαφοροποιημένη. Η πολιτισμική αυτή όμως απόσταση που χωρίζει τα παιδιά διαφορετικών κοινωνικών τάξεων εκλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο από το σχολείο, το οποίο αδυνατεί πολλές φορές να δει την κοινωνική ανισότητα και αντίθετα την αντιλαμβάνεται και τη μεταφράζει ως φυσική διαφορά, ως κάτι αυτονόητο που σχετίζεται για παράδειγμα με την ευφυία ή τις διανοητικές ικανότητες του κάθε μαθητή. Δεν αναγνωρίζεται λοιπόν η ταξική διαφορά των μαθητών που φέρουν εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό υλικό, αλλά αντίθετα τα παιδιά που φαίνεται να είναι πιο εξοικειωμένα με την επίσημη κουλτούρα θεωρούνται και εξυπνότερα. (Φραγκουδάκη,1985).

Η ελλιπής δηλαδή γνώση ή η μη γνώση της επίσημης κουλτούρας ταξινομεί τα παιδιά σε κατηγορίες, ικανά και λιγότερο ικανά και φυσικά προκαθορίζει την αποτυχία τους στο σχολείο. Η σχολική αποτυχία, θεωρείται μέσα κι έξω από τους σχολικούς χώρους ως φυσιολογικό γεγονός, καθώς το πλήθος των στάσιμων και απορριπτόμενων μαθητών είναι «αυτοί που δεν παίρνουν τα γράμματα». Το σχολείο θεωρεί «φυσικό» να γεννιούνται άνθρωποι με περισσότερες ικανότητες, πιο έξυπνοι, με μεγαλύτερο δείκτη νοημοσύνης. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός κι επομένως το κάθε παιδί φέρνει μαζί του κάτι διαφορετικό στο σχολείο (Cummins,2005). Κι όμως ακόμη και στις μέρες μας είναι εμφανής η αντίληψη – προκατάληψη ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με ικανότητες χειρωνακτικές ή διανοητικές κι επομένως στο σχολείο προοδεύουν όσοι είναι εκ φύσεως ευφυείς. Κάποιοι δηλαδή είναι ευφυέστεροι από κάποιους άλλους, κέρδισαν γενετικά ενώ άλλοι είναι ανόητοι από τη φύση τους, και θεωρούνται χαμένοι (Jacquard,2002) .

Η υποβάθμιση του πολιτισμού που ανήκει κάποιος μαθητής ή της ταυτότητας, που εκδηλώνεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών πείθει συχνά πολλούς μαθητές ότι η προσπάθεια για μάθηση είναι μάταιη, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη συχνή αποχώρηση των μαθητών από τη διαδικασία μάθησης. Τις περισσότερες φορές πίσω από τους μαθητές που «δεν παίρνουν τα γράμματα» βρίσκονται περιβάλλοντα φτωχά, με χαμηλές προσδοκίες, άγνοια και γονείς ανεπαρκείς και αδιάφοροι. Το σχολείο που αγνοεί τις μορφωτικές ανισότητες, βραβεύει τη μορφωτική κληρονομιά, μεταμορφώνει τις μη ευνοημένες καταστάσεις (μαθητές από λαϊκά στρώματα, υποβαθμισμένες περιοχές) σε ανεπιτηδειότητα, ασχετοσύνη, κατωτερότητα (Φραγκουδάκη,1985).Ομως, η θεωρία του πολιτισμικού πλαισίου αντιλαμβάνεται όπως και ο Piager , ότι το παιδί συμμετέχει στην ίδια του την ανάπτυξη, δίνει έμφαση στα πολιτισμικά πλαίσια που ποικίλουν από γεννιά σε γενιά και από κοινωνία σε κοινωνία. Προς το τέλος της νηπιακής ηλικίας τα παιδιά κατανοούν και αποδέχονται τους κοινωνικούς κανόνες ως αναγκαία πραγματικότητα, αναπτύσσοντας συγχρόνως την αίσθηση του εαυτού. ( Νόβη-Καλτσούνη, 2008).

Αναδιφώντας στη βιβλιογραφία της κοινωνιολογίας και ψυχολογίας, παρατηρούμε ο,τι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν θετικά η αρνητικά την σχολική προόδο. Είναι εμφανές ότι μέσα στην ίδια κοινωνία παιδιά που ανήκουν σε ακραίες κοινωνικές ομάδες εκτίθενται από μικρά σε διαφορετικά και καθορισμένα πρότυπα μάθησης πολύ πριν αρχίσει η σχολική τους εκπαίδευση. Οσο αναπτύσσεται το παιδί τόσο ενισχύονται και αυτά τα πρότυπα. Οι συνθήκες που καθορίζουν τη διαφοροποιημένη ώθηση, είναι περίπλοκες, σύνθετες και αλληλεξαρτημένες σαν να ξετυλίγει κάποιος ένα μπερδεμένο κουβάρι. Γεννιούνται όμως τα ερωτήματα. Πώς μια συγκεκριμένη κοινωνική δομή γίνεται ενσωμάτωση μέσα στην ατομική εμπειρία; ποιά είναι η κύρια διεργασία μέσα από την οποία επιτυγχάνεται αυτή η ενσωμάτωση και ποιές είναι οι επιπτώσεις της στην εκπαίδευση; ( Μπερστάιν, 1958).








Cole, M., & Cole S Η ανάπτυξη των παιδιών Β΄τόμος ΕΑΠ, 2002

Χριστίνα Νόβη-Καλτσούνη Η εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα 2008

Μπέιζιλ Μπερστάιν Κοινωνική τάξη και γλωσσική ανάπτυξη Μια θεωρία της Κοινωνικής μάθησης Education, Economy and Society, 1958

Cummins, J., Ταυτότητες υπό διαπραγμάτευση, επιμ. Ε. Σκούρτου, Gutenberg, Αθήνα, 2005.

Jacquard, A., Εγώ και οι άλλοι – Μια γενετική προσέγγιση, Εκδόσεις Κάτοπτρο , Αθήνα, 2002.

Δραγώνα, Θ., Σκούτρου, Ε., Φραγκουδάκη Α., Εκπαίδευση: Πολιτισμικές διαφορές

και κοινωνικές ανισότητες, Τόμος Α’, ΕΑΠ, Πάτρα , 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου