Σελίδες

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ

Μαθαίνουμε στα παιδιά πώς να μαθαίνουν !
Ενημερωνόμαστε με τις θεωρίες των Ειδικών, και κάνουμε τους δικούς μας συγκερασμούς κατά περίπτωση….
Η μπιχεβιοριστική ή συμπεριφοριστική θεωρία.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο Pavlov και ο Skinner. Η μπιχεβιοριστική προσέγγιση θεωρεί ότι η μάθηση αποτελεί μια διαδικασία παθητική και αναπαραγωγική, μια διαδικασία αλλαγής συμπεριφοράς μέσα από εμπειρίες. Tα πάντα εξαρτώνται από το περιβάλλον και κατά συνέπεια η συμπεριφορά διαμορφώνεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Το περιεχόμενο και ο ρυθμός της μάθησης καθορίζεται από εξωτερικές συνθήκες. Ο σημαντικότερος μηχανισμός μάθησης είναι η ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς και η απάλειψη της μη επιθυμητής (Ράπτης και Ράπτη, 2007˙ Κόκκοτας, 2002).
Σύμφωνα με την μπιχεβιοριστική θεωρία, το παιδί έρχεται στο σχολείο ως άγραφο χαρτί (tabula rasa), πάνω στο οποίο ο εκπαιδευτικός καλείται να εγγράψει τη νέα γνώση. Η διδασκαλία είναι δασκαλοκεντρική και ο δάσκαλος θεωρείται αυθεντία. Η γνώση είναι στατική και αντικειμενική και η έμφαση δίνεται στην ποσότητα και το εύρος της γνώσης. Το διδακτικό μοντέλο του συμπεριφορισμού είναι αυτό που χρησιμοποιείται στο παραδοσιακό σχολείο (Κόκκοτας, 2002). Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες αρχικά αναπτύχθηκαν στα ψυχολογικά εργαστήρια και επηρέασαν τον ψυχοπαιδαγωγικό χώρο από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα (Ράπτης και Ράπτη, 2007). Η διδακτική αυτή, ως διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης απ το δάσκαλο στο μαθητή, είναι το πρώτο διδακτικό μοντέλο που επικράτησε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.
Η ανακαλυπτική μάθηση .Ο Jerome Bruner, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ανέπτυξε, το 1966, την ανακαλυπτική θεωρία μάθησης (discovery learning), σύμφωνα με την οποία σε κάθε μαθησιακή διαδικασία το άτομο πρέπει να οδηγείται από την ανακάλυψη των εννοιών, μέσω πειραματισμού και πρακτικής, στο μετασχηματισμό και την αξιολόγηση-έλεγχο των γνώσεων (Ρετάλης και συν., 2006). Σημαντικά στοιχεία στη θεωρία αυτή είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών, η παραγωγική ομιλία και η εκμάθηση στρατηγικών στις επιστημονικές διαδικασίες. Η γνώση είναι ζωντανή και δυναμική. Το μοντέλο διδασκαλίας είναι μαθητοκεντρικά προσανατολισμένο με τον δάσκαλο καθοδηγητή. Οι μαθητές με τη βοήθεια του φύλλου εργασίας παρατηρούν, καταγράφουν, συγκρίνουν δεδομένα. Έτσι με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να ανακαλύψουν τη γνώση και να κατακτήσουν το αφηρημένο (Κόκκοτας, 2002). Εποικοδομισμός - Η εποικοδομητική προσέγγιση Η θεωρία του εποικοδομισμού (constructivism) εμφανίζεται από τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Η μάθηση στη θεωρία αυτή δεν αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα αλλά ατομική υπόθεση, όπου ο καθένας οικοδομεί τη γνώση με βάση τις εμπειρίες του. Οι περισσότερες εποικοδομητικές θεωρίες μάθησης έχουν τη μορφή του γνωστικού κονστρουκτιβισμού (cognitive constructivism) που εκφράζεται από τον Piaget και τους οπαδούς του, ή τη μορφή του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού (social constructivism) με κύριο εκφραστή τον Vygotsky.
Η πρώτη μορφή δίνει έμφαση στη γνωστική επεξεργασία της μάθησης ενώ η δεύτερη στο ρόλο της κουλτούρας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης προκειμένου να επιτευχθεί η μάθηση (Ράπτης και Ράπτη, 2007).



 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου