ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Π.Ο.Υ Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΣΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ 11 ΕΩΣ 26 ΠΕΡΙΠΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΓΟΡΙ ΑΠΟ 13 ΕΩΣ 28 ΠΕΡΙΠΟΥ. ΟΛΟΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΙΑΙΟΥ ΛΟΒΟΥ
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
(ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ. Ο ΦΡΟΥΝΤ ΑΝ ΔΕΝ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΤΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ , ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ. ΒΕΒΑΙΑ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΝ.
Απαρχές της συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης Η υγιής συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη στην παιδική και εφηβική ηλικία έχει τις ρίζες της στη βρεφονηπιακή ηλικία.
Η περίοδος αυτή είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση της στενής συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με το πρόσωπο που το φροντίζει, κυρίως τη μητέρα.
Η σχέση αυτή ονομάστηκε από τον Bowlby (1973, 1988) δεσμός (προσκόλληση), για να αποδοθεί η αναζήτηση από το βρέφος της εγγύτητας με την ενήλικη μορφή και η ασφάλεια που απορρέει από αυτήν. Ένδειξη της διαμόρφωσης του δεσμού είναι το άγχος αποχωρισμού, που εμφανίζεται περίπου στον 7ο μήνα και κορυφώνεται στον 14ο, για να μειωθεί στη συνέχεια (Lightfoot et al., 2009/2014 - Feldman, 2017/2019), μολονότι μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα, στα πλαίσια ψυχικών δυσκολιών του παιδιού (π.χ. σχολική άρνηση), όπως θα δούμε σε επόμενη διδακτική ενότητα.
Στα πλαίσια του δεσμού, το παιδί διαμορφώνει ένα εσωτερικό μοντέλο εργασίας, δηλαδή μια δυναμική αναπαράσταση του εαυτού, της μορφής δεσμού και του εαυτού μέσα στις σχέσεις, το οποίο παγιώνεται και ρυθμίζει τις μεταγενέστερες σχέσεις και τους αποχωρισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Με το Πείραμα «Η Συνθήκη με τον Άγνωστο» (Ainsworth, Blehar, Waters, & Wall, 1978) διακρίθηκαν τέσσερις τύποι δεσμού .
Ο ασφαλής, ο ανασφαλής/αποφευκτικός, ο ανασφαλής/αμφιθυμικός και ο ανασφαλής/αποδιοργανωμένος, ο οποίος προστέθηκε αργότερα από τους Main και Solomon (1986). Πλήθος ερευνών έχουν δείξει ότι η ποιότητα του δεσμού κατά το πρώτο έτος της ζωής είναι καθοριστική για τις μεταγενέστερες σχέσεις και μπορεί να είναι υπεύθυνη για εκδήλωση ψυχοπαθολογίας. Καθοριστική επίδραση στην ανάπτυξη και την ψυχική υγεία του ανθρώπου ασκεί το στυλ των γονεϊκών πρακτικών, δηλαδή οι τρόποι ανατροφής και διαπαιδαγώγησης του παιδιού από τους γονείς. Η Baumrind (1967) και, στη 41 συνέχεια, οι Maccoby και Martin (1983), πρότειναν τέσσερις γονεϊκούς τύπους, που διακρίνονται με βάση δύο διαστάσεις γονεϊκής συμπεριφοράς: τον έλεγχο και την υποστήριξη/ζεστασιά.
Ο έλεγχος αναφέρεται στην αυστηρότητα και την τιμωρητικότητα του γονέα σε σχέση με τους κανόνες που θέτει και η υποστήριξη/ζεστασιά στον βαθμό φροντίδας, στοργής και ανταπόκρισης που δείχνει ο γονέας. Οι τέσσερις γονεϊκοί τύποι με βάση αυτές τις δύο διαστάσεις παρατίθενται στο Σχήμα 4. Σύμφωνα με τη θεωρία του Freud (1905/1953), η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη κατά τη βρεφονηπιακή ηλικία είναι καθοριστική για τη μεταγενέστερη ζωή. Αναλυτικότερα, η βρεφική ηλικία αντιστοιχεί στο στοματικό στάδιο, στο οποίο κυριαρχεί η λειτουργία της θρέψης και του θηλασμού, ενώ η ευχαρίστηση και η ένταση προέρχονται από το στόμα (απομύζηση, δάγκωμα). Στο στάδιο αυτό κυριαρχεί ο ναρκισσισμός και ένα βασικό αναπτυξιακό επίτευγμα είναι ο απογαλακτισμός του βρέφους.
Ακολούθως, στην πρώτη νηπιακή ηλικία το παιδί εισέρχεται στο πρωκτικό στάδιο, στο οποίο η ερωτογόνος ζώνη είναι ο πρωκτός και βασική λειτουργία η αφόδευση. Κυριαρχεί η αμφιθυμία (εναντίωση, υποταγή) και η σύγκρουση ανάμεσα στην κατακράτηση και την αποβολή. Το βασικό αναπτυξιακό επίτευγμα είναι ο έλεγχος των σφιγκτήρων (άσκηση στην τουαλέτα). Στη δεύτερη νηπιακή ηλικία το παιδί διανύει το φαλλικό στάδιο, στο οποίο αποκτούν σημασία τα γεννητικά όργανα και το παιδί εκδηλώνει περιέργεια για τη ανατομική διαφορά των φύλων. Εμφανίζεται το οιδιπόδειο σύμπλεγμα (ασυνείδητη ερωτική επιθυμία προς τον γονέα του αντίθετου φύλου και ασυνείδητη εχθρότητα προς τον γονέα του ίδιου φύλου ή διάφορες άλλες παραλλαγές του), καθώς και η αδελφική αντιζηλία και, μέσω της ταύτισης με τους γονείς, διαμορφώνεται το υπερεγώ (ηθική συνείδηση).
Σύμφωνα με τη θεωρία που διατύπωσε ο Erik Erikson (1950/1975) για τις οκτώ ηλικίες του ανθρώπου, τα σημαντικά πρόσωπα είναι αυτά που προσδιορίζουν την έκβαση της αναπτυξιακής κρίσης κάθε ηλικίας. Στη βρεφική ηλικία λαμβάνει χώρα η αναπτυξιακή κρίση «βασική εμπιστοσύνη έναντι βασικής δυσπιστίας», κατά την οποία το βρέφος πρέπει να αποκτήσει εμπιστοσύνη σε μια διαθέσιμη και αξιόπιστη μητέρα, διαφορετικά θα εγκαθιδρυθεί δυσπιστία για την καλοσύνη του περιβάλλοντος.
Έπεται στην πρώτη νηπιακή ηλικία η αναπτυξιακή κρίση «αυτονομία έναντι ντροπής και αμφιβολίας», κατά την οποία το παιδί εκδηλώνει αυτονομία και εξερευνά το περιβάλλον, αν όμως δεν διευκολυνθεί, θα βιώνει ντροπή και αμφιβολία για τις δραστηριότητές του. Στη δεύτερη νηπιακή ηλικία η αναπτυξιακή κρίση «πρωτοβουλία έναντι ενοχής» θέτει στο παιδί τον αναπτυξιακό στόχο να μπορεί να επιλέγει και να επιδίδεται σε δραστηριότητες και όχι να νιώθει ενοχή για ό,τι καινούργιο δοκιμάζει.
Μεγάλη σημασία αποκτά η παιδική φιλία, που εξυπηρετεί ποικίλες αναπτυξιακές λειτουργίες, όπως η παροχή υποστήριξης και πληροφοριών, η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, η ανάπτυξη της ηθικότητας, το παιχνίδι, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και ένα πρότυπο για τις μεταγενέστερες φιλικές και ερωτικές σχέσεις (Lightfoot et al., 2009/2014). Παράλληλα, τα παιδιά οργανώνονται σε ομάδες, κυρίως ομόφυλες, που έχουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και η αποδοχή από την ομάδα γίνεται σημαντικός δείκτης της ψυχικής υγείας του παιδιού. Εντός των ομάδων αναπτύσσονται σχέσεις κυριαρχίας και δημοφιλίας και εμφανίζονται φαινόμενα εκφοβισμού στο σχολείο και επιθετικότητας σχέσεων (Smith et al., 2015/2018). Ως προς τη θέση τους στην ομάδα, αναδεικνύονται παιδιά: (α) δημοφιλή (αποδεκτά από πολλά παιδιά), (β) στον μέσο όρο ως προς την αποδοχή, (γ) παραμελημένα (αποδεκτά από λίγα παιδιά), (δ) απορριπτόμενα (μη αποδεκτά από πολλά παιδιά), και (ε) αμφιλεγόμενα (αποδεκτά από μερικά παιδιά, ενώ από άλλα όχι). Η θέση του παιδιού στην ομάδα των συνομηλίκων συνδέεται με σημαντικές διαφορές ως προς τη συμπεριφορά και την προσαρμογή του. Για παράδειγμα, καλύτερη προσαρμογή φαίνεται πως έχουν τα δημοφιλή παιδιά και ένα μέρος των παραμελημένων παιδιών (Berk, 2018/2019). Επίσης, η αντίληψη του εαυτού αλλάζει. Σύμφωνα με τους Damon και Hart (1988), η έννοια του εαυτού περνά από την κατηγορική ταυτοποίηση με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά (4-7 ετών), στις συγκριτικές αξιολογήσεις (8-11 ετών) και κατόπιν στις διαπροσωπικές συνέπειες (12-15 ετών)
Επίσης, η παιδική ηλικία είναι κρίσιμη για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Η αυτοεκτίμηση αφορά ποικίλους τομείς της ζωής του παιδιού, όπως τη γνωστική ικανότητα, την κοινωνική ικανότητα, τη σωματική ικανότητα και τη γενική αυτο-αξία (Harter, 1982) και εξαρτάται σημαντικά από τη στάση του περιβάλλοντος απέναντι στο παιδί και από τα προσωπικά επιτεύγματά του, κυρίως τη σχολική επίδοση .Το παιδί αρχίζει να κάνει κοινωνική σύγκριση, δηλαδή να συγκρίνει συστηματικά τον εαυτό του με τα άλλα παιδιά και με το ίδιο σε μικρότερη ηλικία, κάτι που άλλωστε κάνουν για το ίδιο και τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του (Cicchetti & Cohen, 2006· Feldman, 2017/2019).
Συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη στην εφηβική ηλικία Ο G. Stanley Hall είχε χαρακτηρίσει την εφηβεία περίοδο «θύελλας και άγχους». Κατά τη θεωρία του Freud (1905/1953) και της Anna Freud (1958), με την έλευση της ήβης, παρατηρείται αύξηση της ποσότητας της σεξουαλικής ενέργειας και πραγματοποιείται ανακεφαλαίωση της παιδικής σεξουαλικότητας υπό το φως της γενετήσιας ωριμότητας. Πρόκληση για τον έφηβο αποτελεί η ένταξη της εικόνας του σώματος στην εικόνα του εαυτού.
Ο έφηβος εκδηλώνει ερωτικό ενδιαφέρον προς άλλα πρόσωπα (πραγματικά πρόσωπα και ινδάλματα) και προς το σώμα του (αυνανισμός). Στην εφηβεία λαμβάνει χώρα μια διεργασία αποχωρισμού-εξατομίκευσης (Blos, 1967), κατά την οποία ο έφηβος αποεξιδανικεύει τους γονείς του, απομακρύνεται ψυχικά από αυτούς και βαθμιαία ανεξαρτητοποιείται. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζει την εναντίωσή του στους ίδιους μέσω συγκρούσεων και εξεγείρεται απέναντι σε διάφορες μορφές εξουσίας.
Παράλληλα, εκδηλώνει έντονη τάση για συμμόρφωση με τις νόρμες της ομάδας των συνομηλίκων, η οποία λειτουργεί ως ένα εξωτερικό βοηθητικό εγώ, που διευκολύνει τις ταυτίσεις. Μέσα από τις ομάδες, που έχουν συνήθως τη μορφή της «κλίκας» (μικρές ομάδες με αυστηρές νόρμες εισόδου και εξόδου) ή του «πλήθους/παρέας» (μεγάλες, χαλαρές ομάδες, που στηρίζονται στη φήμη), αναδύονται μέχρι το τέλος της εφηβείας και οι ερωτικές σχέσεις. Ο έφηβος γίνεται περισσότερο επιλεκτικός στις φιλίες του, που διακρίνονται από εμπιστοσύνη, αυτο-αποκάλυψη, υποστήριξη και επικύρωση της αξίας (Berk, 2018/2019· Coleman, 2011/2013).
Σύμφωνα με τη θεωρία του Erikson (1950/1975), η αναπτυξιακή κρίση αυτής της περιόδου είναι η «ταυτότητα έναντι σύγχυσης ρόλων». Ο έφηβος αναζητά να μάθει ποιος είναι, από πού έρχεται και προς τα πού κατευθύνεται και να αποκτήσει μια αίσθηση αυθεντικότητας (ότι είναι ο εαυτός του) και συνέχειας του εαυτού στον χώρο και στον χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί για τις σχέσεις οικειότητας ως νεαρός ενήλικος.ΕΔΩ ΘΕΛΕΙ ΡΑΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ Η ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ
Αν δεν το επιτύχει αυτό, βιώνει σύγχυση ως προς το νόημα και τον σκοπό της ζωής και ως προς τη θέση του στον κόσμο. Χρησιμοποιώντας δύο κριτήρια, τη διερεύνηση και τη δέσμευση, ο Marcia (1980) διέκρινε τέσσερις τύπους ταυτότητας: (α) κατακτημένη (υψηλή διερεύνηση και δέσμευση), (β) μορατόριουμ (υψηλή διερεύνηση, χαμηλή δέσμευση), 53 (γ) δοτή (χαμηλή διερεύνηση, υψηλή δέσμευση) και (δ) σύγχυση ταυτότητας (χαμηλή διερεύνηση, χαμηλή δέσμευση).
ΜΠΟΡΕΙ Η ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΩΡΙΜΗ ΗΛΙΚΙΑ, ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΣΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ. ΑΠΕΙΡΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ( BLOOG)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου